προσεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπίπτω Medium diacritics: προσεκπίπτω Low diacritics: προσεκπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosekpíptō Transliteration B: prosekpiptō Transliteration C: prosekpipto Beta Code: prosekpi/ptw

English (LSJ)

   A fall out besides, of sinews (as well as flesh) mortifying, τῶν νεύρων -πεσουμένων Hp.Fract.27: metaph., πλάσμα εἰς πᾶν -πῖπτον τὸ ἀδύνατον Longin.15.8.

German (Pape)

[Seite 758] (s. πίπτω), noch dazu herausfallen, einen Ausfall thun; übertr., τῇ φιλοτιμίᾳ, aus Ehrsucht Maaß und Schranken überschreiten, Strab. 1, 2, 3; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπίπτω: ἐκπίπτω προσέτι, ἐπὶ τενόντων (ὡς καὶ σαρκῶν) μαραινομένων καὶ νεκρουμένων, Ἱππ. Ἀγμ. 768.

Greek Monolingual

Α ἐκπίπτω
1. (για τα νεύρα και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)
2. μτφ. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ («μυθῶδες τὸ πλάσμα καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).