σαυνιάζω
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
A hurl a javelin at, τοὺς ἐναντίους D.S.5.29.
German (Pape)
[Seite 865] mit dem Wurfspieße werfen, erlegen, D. Sic. 5, 29.-
Greek (Liddell-Scott)
σαυνιάζω: ἐξακοντίζω κατά τινος ἀκόντιον, πλήττω δι’ ἀκοντίου, τινὰ Διόδ. 5. 29.
Greek Monolingual
Α σαύνιον
εξαπολύω εναντίον κάποιου ακόντιο, φονεύω κάποιον με ακόντιο.