ἀνήνοθε

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήνοθε Medium diacritics: ἀνήνοθε Low diacritics: ανήνοθε Capitals: ΑΝΗΝΟΘΕ
Transliteration A: anḗnothe Transliteration B: anēnothe Transliteration C: aninothe Beta Code: a)nh/noqe

English (LSJ)

Ep. pf. used like an aor.: αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς blood

   A gushed forth from the wound, Il.11.266; κνίση ὲν ἀνήνοθεν the savour mounted up, Od.17.270 (ἐνήνοθε Aristarch.).

German (Pape)

[Seite 229] es dringt hervor (ἄνθω, ἄνθος, vgl. ἐνήνοθεν); bei Hom. zweimal, als Pers. mit Präsensbed. (= ἀνέρχεται, Scholl.) Od. 17, 270 ἐπεὶ κνίση μὲν ἀνήνοθεν, ἐν δέ τε φόρμιγξ ἠπύει; als Imperf drang hervor, Iliad. 11, 266 ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν, ὄφρα οἱ αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. S. Buttmann Lexil. 1, 266 – 299. Nach einer Notiz Scholl. Od. 17, 270 soll Aristarch dort ἐνήνοθεν gelesen haben, die κοιναί (schlechte Ausgaben) ἀνήνοθεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήνοθε: Ἐπ. πρκμ. ἐν χρήσει ἀντὶ ἀορ.: ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν δίς, αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, αἷμα ἀνέβλυσεν ἐκ τῆς παλαιᾶς πληγῆς, Ἰλ. Λ. 270. [Ὁ ἐνεστὼς κατ᾽ ἀναλογίαν θὰ ἦτο ἀνέθω, ἀνέρχομαι, ὑψοῦμαι, ὡς ὁ τοῦ ἐνήνοθε θὰ ἦτο ἐνέθω, εἶμαι ἐντός, πρβλ. ἐνήνοχα ἐκ τοῦ *ἐνέκω, ἐδήδοκα ἐκ τοῦ ἔδω. Φαίνεται πιθανώτερον ὅτι τὰ ῥήματα ταῦτα ἐσχηματίσθησαν κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τῶν προθέσεων ἀνά, ἐν, μετὰ τῆς καταλήξεως -έθω, ὅπως τὸ ἄντομαι ἐγένετο ἐκ τῆς ἀντὶ μᾶλλον ἢ ὅτι τὸ ἤνοθα εἶναι πρκμ. τοῦ ἀνθέω (μετὰ προθεματ. ἀνὰ ἢ ἐν), ὡς ὁ Βουττμ. καὶ ὁ Κούρτ. ὑπολαμβάνουσιν].

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf. {DELG pqp.} au sens d’un prés. ou d’ao.
jaillir.
Étymologie: DELG appartient à un ensemble de mots poétiques de sens vagues et de formes peu claires.