κάθυγρος
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ον,
A very wet, Hp.Aph.5.62; Χώρα, γῆ, Gp.2.13.1, Porph.Antr.28; of plants which grow in wet places, Thphr.HP1.4.2; Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4; Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ. with flowing muscles, D.S.5.28. 2 connected with water or the sea, πράγματα Vett.Val.82.32; ζῴδια Ptol.Tetr.181.
German (Pape)
[Seite 1289] sehr feucht; Theophr.; ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοί D. Sic. 5, 28.
Greek (Liddell-Scott)
κάθυγρος: -ον, λίαν ὑγρός, πλήρης ὑγρότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1255· ἐπὶ φυτῶν αὐξανομένων καὶ εὐδοκιμούντων ἐν ὑγροῖς τόποις, ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια καθάπερ ἰτέα καὶ πλάτανος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4. 2· ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοὶ Διόδ. 5. 28.
Greek Monolingual
-ή, -ο (AM κάθυγρος, -ον)
ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος
μσν.
(για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη
2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή τη θάλασσα («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑγρός.