κατεξανάστασις

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεξανάστᾰσις Medium diacritics: κατεξανάστασις Low diacritics: κατεξανάστασις Capitals: ΚΑΤΕΞΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: katexanástasis Transliteration B: katexanastasis Transliteration C: kateksanastasis Beta Code: katecana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rebellion against, resistance to, τινος Longin. 7.3; δόξης καὶ πλούτου Iamb.VP16.69.

German (Pape)

[Seite 1395] ἡ, das Aufstehen wider Einen, die Empörung, Widersetzlichkeit; Longin. de sublim. 7, 3; Iambl. V. P. c. 16 neben καταφρόνησις.

Greek (Liddell-Scott)

κατεξανάστᾰσις: -εως, ἡ, ἡ κατά τινος ἐξέγερσις, ἀντίστασις, Λογγῖν. 7. 3· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, δόξης καὶ πλούτου καταφρόνησίν τε καὶ κ. Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 69 καὶ 188.

Greek Monolingual

κατεξανάστασις, -άσεως, ἡ (Α) κατεξανίσταμαι
1. εκδήλωση αντίστασης ή αντίδρασης εναντίον κάποιου, εξέγερση εναντίον κάποιου, σύγκρουση με κάποιον
2. περιφρόνηση, έλλειψη εκτίμησης ενός πράγματος.