ἐπάνθημα

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάνθημα Medium diacritics: ἐπάνθημα Low diacritics: επάνθημα Capitals: ΕΠΑΝΘΗΜΑ
Transliteration A: epánthēma Transliteration B: epanthēma Transliteration C: epanthima Beta Code: e)pa/nqhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A efflorescence, [γέλως] ὥσπερ τι ἐ. ὑπάρχων Iamb.Protr.21.κσ; fine flower, Id.in Nic.p.39 P., al.; ἀριθμῶν ἑκάστου ἐπανθήματα special virtues, ib.p.118 P.

German (Pape)

[Seite 902] τό, die Blüthe, das Vorzüglichste, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάνθημα: τό, = ἐπάνθισμα, τὸ ἐξαίρετον μέρος πράγματός τινος, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. Ἀρ. 53C.

Greek Monolingual

το (Α ἐπάνθημα) επανθώ
νεοελλ.
(ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος
αρχ.
1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημαγέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων», Ιάμβλ.)
2. λεπτό λουλούδι
3. (μάθηματ.) τὰ ἐπανθήματα
οι ιδιότητες των αριθμών.