Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνοίγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίγνῡμι Medium diacritics: ἀνοίγνυμι Low diacritics: ανοίγνυμι Capitals: ΑΝΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anoígnymi Transliteration B: anoignymi Transliteration C: anoignymi Beta Code: a)noi/gnumi

English (LSJ)

Lys.12.10; ἀνοίγω Pi.P.5.88, Hdt.3.37,117, and Att. as IG1.32 (συν-), al.: later ἀνοιγνύω Demetr.Eloc.122, Paus. 8.41.4: impf.

   A ἀνἔῳγον Il.16.221, al., Hdt.1.187, etc.; also ἀνῷγον Il.14.168; rarely ἤνοιγον X.HG1.1.2 and 6.21; Ion. and Ep. ἀναοίγεσκον Il.24.455; late ἀνεῴγνυον App.BC4.81, etc.: fut. ἀνοίξω Ar. Pax179: aor. ἀνέῳξα Id.V.768, Th.2.2, Hp.Vict.2.56, part. ἀνεῴξας CIG(add.) 4300d (Antiphellus); also ἤνοιξα X.HG1.5.13 and in late Prose; Ion. ἄνοιξα Hdt.1.68 (best codd. ἀνῷξα), 4.143, 9.118; poet. ἀνῷξα Theoc.14.15, κἀνῷξε Phld.Acad.Ind.p.103 M.: pf. ἀνέῳχα D. 42.30, Men.229; ἀνέῳγα Aristaenet.2.22 (v. infr.): plpf. ἀνεῴγει Pherecr.86(Pors.):—Pass., ἀνοίγνῠμαι E.Ion923, Ar.Eq.1326: late fut. ἀνοιχθήσομαι LXX Is.60.11, Epict.Ench.33.13 (v.l.); ἀνοιγήσομαι LXXNe.7.3, PMag.Par.1.358; ἀνεῴξομαι X.HG5.1.14: pf. ἀνέῳγμαι E.Hipp.56, Th.2.4, etc.; ἀνῷγμαι Theoc.14.47; later ἤνοιγμαι (δι-) best reading in Hp.Epid.7.80, cf. J.Ap.2.9; plpf. ἀνέῳκτο X.HG5.1.14 (pf. 2 ἀνέῳγα is used in pass. sense in Hp.Morb.4.39, Cord.7, and later Prose, as Plu.2.693d, Ev.Jo.1.51, 2 Ep.Cor.6.11, Luc.Nav. 4 (though he condemns it Sol.8); but in Att., only Din.Fr.81): aor. ἀνεῴχθην E.Ion1563, subj. ἀνοιχθῆ D.44.37, opt. ἀνοιχθείην Pl. Phd.59d, part. ἀνοιχθείς Th.4.130, Pl.Smp.216d; later ἠνοίχθην Paus.2.35.7, LXXPs.105(106).17; and aor. 2 ἠνοίγην Ev.Marc.7.35, Luc.Am.14, etc.—In late Gr., very irreg. forms occur, ἠνέῳξα LXX Ge.8.6; ἠνέωχα PMag.Par.1.2261; ἠνέῳγμαι Apoc.10.8, Hld.9.9; ἠνεῴχθην LXXGe.7.11; also aor. 1 inf. ἀνωίξαι Q.S.12.331; ἀνωίχθην Nonn.D.7.317:—open, of doors, etc., ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῗδα they tried to put back the bolt so as to open [the door], Il.24.455, cf. 14.168; πύλας ἀνοῖξαι A.Ag.604; θύραν Ar.V.768; also without θύραν, ἐπειδὴ αὐτῷ ἀνέῳξέ τις Pl.Prt.310b, cf. 314d; χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγε took off the cover and opened it, Il.16.221; φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν 24.228; so ἀ. σορόν, θήκας, Hdt.1.68,187; κιβωτόν Lys. 12.10; ἀ. σήμαντρα, σημεῖα, διαθήκην, open seals, etc., X.Lac.6.4, D. 42.30, Plu.Caes.68; and metaph., καθαρὰν ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν E. Med.660; ἀ. βίβλινον (sc. οἶνον) tap it, Theoc.14.15; γῆρυν ἀνοίξας, for στόμα, Tryph.477; ἀ. φιλήματα kiss with open mouths, Ach.Tat.2.37.    b throw open for use, γυμνάσιον OGI529.11; κἀνῷξε σχολὰς opened school, Phld.Acad.Ind.p.103M.; εἰ ἀνοίξω ἐργαστήριον; shall I open a shop? Astramps.Orac.43p.5H.    2 metaph., lay open, unfold, disclose, ὄνομα A.Supp.322; ἔργ' ἀναιδῆ S.OC515, cf. E.IA 326; λανθάνουσαν ἀτυχίαν Men.674.    3 as nautical term, abs., get into the open sea, get clear of land, X.HG1.1.2, 5.13, 6.21; but ἁλὸς κέλευθον ἀ. Pi.P.5.88 is to open or first show the way over the sea.    II Pass., to be open, stand open, lie open, ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης Hdt.1.9; ἀνεῳγμένην καταλαμβάνειν τὴν θύραν Pl.Smp. 174e; ἀνεῳγμένας πύλας Ἅιδου E.Hipp.56; δικαστήρια ἀνοίγεται Pl. R.405a; παρέξει τἀμπόρι' ἀνεῳγμένα Ar.Av.1523; ἀνέῳκται τὸ δεσμωτήριον D.24.208; λέων τὰ ἐντὸς ἀνοιχθείς cut open, Arist.HA497b17; κόλποι δι' ἀλλήλων ἀνοιγόμενοι opening one into another, Plu.Crass. 4: metaph., θησαυρὸς ὡς ἀνοίγνυται κακῶν E.Ion923.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίγνυμι: Λυσ. 12. 10· ἀνοίγω. Πινδ. Π. 5. 119, Ἡρόδ. 3. 37, 117, καὶ Ἀττ.· Ἐπ. ἀναοίγω Ἰλ. Ω. 455· μεταγεν. ἀνοιγνύω, Δημ. Φαλ. 122, Παυσ. 8. 41, 4: - παρατ. ἀνέῳγον Ἰλ. Π. 221, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 1. 187, Ἀττ.· ὡσαύτως ἀνῷγεν Ἰλ. Ξ. 168· σπανίως ἤνοιγον Ξεν. Ἑλ. 1. 1, 2 καὶ 6, 21· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναοίγεσκον (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀνεῴγνυον Ἀππ. Ἐμφ. 4. 81, κτλ.: - μέλλ. ἀνοίξω Ἀριστοφ. Εἰρ. 179: - ἀόρ. ἀνέῳξα ὁ αὐτ. Σφ. 768, Θουκ. 2. 2· μετοχ. ἀνεῴξας Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4300d: Ὡσαύτως ἤνοιξα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 13 καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἰων. ἄνοιξα Ἡρόδ. 1. 68 (κοινῶς ἀνῷξα), 4. 143, 9. 118· ποιητ. ἀνῷξα Θεόκρ. 14 15: - πρκμ. ἀνέῳχα Δημ. 42. 30. 1048. 13, Μένανδ. ἐν «Θεττάλῃ» 3· ἀνέῳγα Ἀρισταίν. 2. 22· ὑπερσυντ. ἀνεῴγει Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 6 (ἴδε κατωτ.): - Παθ. ἀνοίγνυμαι Εὐρ. Ἴων 923, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1326: μεταγενέστ. μέλλ. ἀνοιχθήσομαι Ἑβδ., Ἐπίκτ., κτλ.· ἀνοιγήσομαι Ἑβδ.· ἀνεῴξομαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14: - πρκμ. ἀνέῳγμαι Εὐρ., Θουκ., κλ.· ἀνῷγμαι Θεόκρ. 14. 47· μεταγεν. ἤνοιγμαι (δι-) ἐκ διορθώσεως τοῦ Λιττρὲ ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1229, πρβλ. Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 9: ὑπερσ. ἀνέῳκτο Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14· (ὁ πρκμ. β´ ἀνέῳγα εἴρηται μὲ παθητ. σημασ. ἐν Ἱππ. 269. 17., 502. 10, Πλούτ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικοῖς, ἐὰν ἐξαιρέσωμεν χωρίον τι τοῦ Δεινάρχ. ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 1. 52): - ἀόρ. ἀνεῴχθην Εὐρ. Ἴων 1563, ὑποτακτ. ἀνοιχθῇ Δημ. 44. 37, εὐκτ. ἀνοιχθείην Πλάτ. Φαίδων 59D· ἀνοιχθεὶς Θουκ. 4. 130, Πλάτ.· μεταγεν. ἠνοίχθην Παυσ. 2. 35, 4, Ἑβδ. καὶ ἀόρ. β´ ἠνοίγην Λουκ. Ἔρωτ. 14, κτλ. - Ἐν τῷ μεταγενεστέρῳ Ἑλληνισμῷ λίαν ἀνώμαλοι τύποι ἀπαντῶσιν: ἠνέῳξα Ἑβδ. (Γεν. η´, 6), Ἰώσηπ.· ἠνέῳγμαι Ἀποκάλ. ι´, 8, Ἡλιόδ. 9. 9· ἠνεῴχθην Ἑβδ. (Γεν. ζ´, 11)· ὡσαύτως ἀόρ. α´ ἀπαρ. ἀνωίξαι, Κόϊντ. Σμ. 12. 331· ἀνωίχθην Νόνν. Δ. 7. 317.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνοίγω.