εὔπηκτος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον, (πήγνυμι)
A well put together, well-built, ἐνὶ μεγάρῳ εὐ. Il.2.661; μυχῷ κλισίης εὐ. 9.663; μυχῷ θαλάμων εὐ. Od.23.41; σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο of well-moulded, compact, wax, Theoc.1.128 (s. v.l.); firm, of bandaging, Gal.18(2).904. II of fluids, easily congealed or frozen, Arist.Long.466a31, 467a8. 2 Act., εὔ. ἀήρ Thphr.CP5.14.3 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1088] gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπηκτος: -ον, (πήγνυμι) καλῶς συμπεπηγμένος, καλῶς ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. καλῶς συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. εὐπαγής, εὐπηγής. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien assemblé, bien construit;
2 compact, dense.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.