ἀποκινδυνεύω Search Google

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

   A make a desperate venture, try a forlorn hope, πρός τινα against another, Th.7.81; οὐ τῶν εὐτυχούντων ἦν τὸ ἀ. Arist.Fr.159; ἀ. ἔν τινι to make trial in his case, upon him, X.Mem. 4.2.5, Aeschin.2.104; ἀ. πάσαις ταῖς δυνάμεσι D.H.3.52; ἀ. περὶ τῶν ὅλων Plu.Alex.17: c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο to make this venture, Lys. 4.17: c. inf., ἀποκινδυνεύετον . . σοφόν τι λέγειν Ar Ra.1108:—Pass., ἡμῖν . . ἀποκεκινδυνεύσεται τὰ χρήματα will be put to the uttermost hazard, Th.3.39.    II shrink from the dangers of another, abandon him in danger, τινός Philostr.V A7.15.

German (Pape)

[Seite 306] 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, πρός τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; πρός τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκινδῡνεύω: ἐπιχειρῶ τι ἐπικίνδυνον, τολμῶ τι ῥιψοκινδύνως, ῥίπτομαι εἰς ἔσχατον κίνδυνον, τὸ γὰρ ἀποκινδυνεύειν πρὸς ἀνθρώπους ἀπονενοημένους, οὐ πρὸς ἐκείνων μᾶλλον ἦν ἔτι ἢ πρὸς τῶν Ἀθηναίων Θουκ. 7. 81· οὐ τῶν εὐτυχούντων ἦν τὸ ἀπ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 154· πειράσομαι… ἐν ὑμῖν ἀποκινδυνεύων, μανθάνειν δι’ ἐπικινδύνων δοκιμῶν, ἐπὶ ἀμαθοῦς ἰατροῦ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 5, Αἰσχίν. 41. 43· ἀπ. πάσαις δυνάμεσι Διον. Ἁλ. 3. 52· ἀπ. περὶ τῶν ὅλων Πλουτ. Ἀλέξ. 17· ὡσαύτως μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀποκινδ. τοῦτο Λυσ. 102. 15· μετ’ ἀπαρ., ἀποκινδυνεύετον… σοφόν τι λέγειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1108: ― Παθ., ἡμῖν ἀποκεκινδυνεύσεται τὰ χρήματα, θὰ περιέλθωσιν εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον, Θουκ. 3. 39. ΙΙ. ἀποφεύγω τοὺς κινδύνους ἑτέρου, ἐγκαταλείπω αὐτὸν ἐν κινδύνῳ, φεύγοιμί σε καὶ ἀποκινδυνεύοιμί σου Φιλοστρ. 296.

French (Bailly abrégé)

faire une tentative désespérée, courir un dernier risque ; Pass. être aventuré.
Étymologie: ἀπό, κινδυνεύω.