ὅρκιος
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ον, rarely α, ον E.Med. 208 (lyr.):—
A belonging to an oath, i.e. 1 sworn, bound by oath, δικαστὰς ὁ. αἱρουμένη (so Casaub.) A.Eu.483 ; ὅ. λέγω I speak on oath, S. Ant.305, cf. OC1637: Comp., ὁρκιωτέραν δ' ἤμην τὰν δώλαν the slave's oath shall carry the greater weight, Leg.Gort.2.15. 2 that which is sworn by, ὅ. θεοί the gods invoked at an oath, who watch over its fulfilment and punish its violation, E.Ph.481, cf. IT747 : in Prose, θεοὶ οἱ ὅ. Th.1.71,78 ; οἱ ὅ. θ. Aeschin.1.114 ; esp. Ζεὺς ὅ. S.Ph.1324, E. Hipp.1025, Arist.Mir.845b33, Paus.5.24.9sq., etc.; ὁρκία Θέμις E. Med. l.c. ; φθιμένων σέβας ὅ. AP7.351 (Diosc.); ξίφος ὅ. a sword sworn by, E.Ph.1677.
German (Pape)
[Seite 379] ον, selten 3 Endgn, zum Eide gehörig, – 1) beeidigt, durch einen Eid verpflichtet, κατῄνεσεν τάδ' ὅρκιος δράσειν ξένῳ Soph. O. C. 1633, ὅρκιος δέ σοι λέγω, mit einem Eide, Ant. 305. – 2) Zeus heißt ὅρκιος, der Beschützer des Eides, der über das Halten des Eides wacht, Soph. Phil. 1308, wie Eur. Hipp. 1025; auch θεοὶ ὅρκιοι, Phoen. 484, vgl. Med. 208; πρὸς θεῶν τῶν ὁρκίων, Thuc. 1, 71. 78, vgl. 2, 71; Folgde; ὅρκιε Ζεῦ Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὅρκιος: -ον, σπανίως α, ον - ὁ ἀνήκως εἰς ὅρκον, δηλ. 1) ὡρκισμένος, δι’ ὅρκου ὑποχρεωμένος, δικαστὰς ὁρκίους αἱρουμένη (οὕτως ὁ Casaub.) Αἰσχύλ. Εὐμ. 483˙ ὅρκιος λέγω, ὁμιλῶ ὡσεὶ μεθ’ ὅρκου, Σοφ. Ἀντ. 305, πρβλ. Ο. Κ. 1637. 2) ὁ εἰς ὃν ὁρκίζεταί τις, ὅρκιοι θεοί, οὓς ἐπικαλεῖταί τις ὁρκιζόμενος, καὶ οἵτινες ἐπιβλέπουσιν εἰς τὴν τήρησιν τοῦ ὅρκου καὶ τιμωροῦσι τὸν παραβαίνοντα αὐτόν, Εὐρ. Φοίν. 481, πρβλ. Ι. Τ. 747˙ παρὰ πεζογράφοις, θεοὶ οἱ ὅρκ. Θουκ. 1. 71, 78˙ οἱ ὅρκ. θεοὶ Αἰσχίν. 16. 16˙ ἰδίως, Ζεὺς ὅρκιος Σοφ. Φιλ. 1324, Εὐρ. Ἱππ. 1027, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 152, Παυσ. 5. 24, 9 κἑξ., κτλ.˙ ὁρκία Θέμις Εὐρ. Μήδ. 209˙ φθιμένων σέβας ὅρκιον Ἀνθ. Π. 7. 351˙ ξίφος ὅρκιον, τὸ ξίφος εἰς ὅ τις ὁρκίζεται Εὐρ. Φοίν. 1677.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. de serment, qui à rapport à un serment ; τὸ ὅρκιον :
1 serment;
2 τὰ ὅρκια, cérémonies, sacrifices, libations qui accompagnent un serment ; parole jurée, promesse, convention, traité ; ὅρκιά ἐστι avec l’inf. THC il y a promesse sous serment que ; ὅρκια τάμνειν IL ou ταμεῖν IL donner sa parole, conclure une convention, propr. frapper ou couper la victime sur laquelle on jure (cf. lat. foedus ferire, ictum foedus) ; ὅρκια συγχεῦαι IL répandre les libations qui accompagnent un serment ; ὅρκια ψεύσασθαι IL mentir à un serment ; ὅρκια πατεῖν IL fouler aux pieds un serment;
II. lié par un serment;
III. pris à témoin d’un serment ; protecteur des serments.
Étymologie: ὅρκος.