χειροδάϊκτος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A slain by hand, σφάγια S.Aj.219 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1345] mit der Hand gespalten, getödtet, σφάγια Soph. Ai. 218.
Greek (Liddell-Scott)
χειροδάϊκτος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς φονευθείς, χειροδάϊκτα σφάγια Σοφ. Αἴ. 219.