γραμματεῖον
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
τό,
A that on which one writes, tablets, Ar.Fr.157, Antipho 1.10, Pl.Prt.326d, prob. in Gorg.Pal.6; tablet on which names, etc., are recorded, λελευκωμένα γ. Arist.Ath. 47.2, cf. D.46.11, IG12.91.11, etc. 2 bond, document, contract, Lys. 32.7; κατὰ γραμματεῖον ἡταιρηκέναι Aeschin.1.165, cf.POxy.1012 Fr. 9 ii 15; account-book, ledger, Ar.Nu.19, D.45.33: freq. written γραμμάτιον. 3 τὸ ληξιαρχικὸν γ. list in which Athenian citizens were enrolled, IG12.79, Is.7.27, D.57.26. 4 will, testament, Is.6.29. 5 pass(?), PPetr.3p.130. 6 memorandum, D.22.23, Jul. ad Ath. 283b; petition, Luc.Peregr.16. II place where γράμματα were taught, a school, Anon. ap. Suid. III office of γραμματεύς, Plb.4.87.8, Poll.9.41. IV public dining-hall in Syria, Posidon.18.
German (Pape)
[Seite 504] τό, Schreibtafel, Plat. Prot. 326 d; Plat. com. bei Poll. 7, 210; – Schrift, bes. gerichtliches Dokument, Antiph. 5, 54, wo die mss. γραμμάτιον haben; μαρτυρεῖν ἐν γραμματείῳ Dem. 45, 44. 47, 8; Testament, ἐπειδὰν ἀνοιχθῇ τὸ γρ. Dem. 44, 37; Rechnungsbuch, εἰς γρ. γράφειν Lys. 4, 3; Is. 1, 25; ἐς τὸ κοινὸν γρ. γράφειν 7, 16; vgl. Ar. Nubb. 19; γραμματεῖα ληξιαρχικά, Bürgerlisten in Athen, vom Demarchen geführt, inwelche der Jüngling, wenn er mündig war, eingeschrieben wurde, um seine bürgerlichen Rechte antreten zu können, Hermann griech. Staatsalterth. §. 123, 5. – Bei Poll. 9, 41 = Elementarschule, vgl. Ath. V, 210 f.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτεῖον: τό, τὸ ἐφ᾿ οὗ τις γράφει, πινακίς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ.206,Ἀντιφῶν 112.28, Πλάτ. Πρωτ. 326D·-πινακίδιον, ἐφ᾿ οὗ ὀνόματα γράφονται ,Ἀριστ. Ἀποσπ. 429,Συλλ.Ἐπιγρ.76,11 κ. ἀλλ. 2) ἔγγραφον,συμβόλαιον,Λυσ.897.3· γραμμάτιον (ἴδε ἐν λ. γραμματείδιον), Ἀντιφῶν 135.33, Λουκ. Μισθ.Συν. 36,κτλ. 3) τό ληξιαρχικὸν γρ., ὁ κατάλογος, ἐν ᾧ πάντες οἱ Ἀθηναῖοι πολῖται ἦσαν καταγεγραμμένοι, διὰ τούτου δὲ καὶ μόνου τοῦ μέσου ἠδύναντο νὰ τύχωσι τῆς πατρικῆς κληρονομίας (τῆς λήξεως ἄρχειν), Ἰσαῖ.66.14,Δημ. 1306.22,Συλλ.Ἐπιγρ.80,πρβλ. Sch õmann de. Comit.Ath. σ. 379. ΙΙ. τόπος ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο γράμματα, σχολεῖον , Πολυδ. Θ', 41,Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. tablette pour écrire;
II. petit écrit, particul.
1 document judiciaire, pièce de procédure;
2 testament;
3 livre de comptes;
III. lieu où l’on apprend à lire et à écrire, école enfantine;
IV. collect. la classe des écrivains, des gens de lettres, les écrivains.
Étymologie: dim. de γράμμα.