ἐπαυλίζομαι
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Dep. with aor. Med.,
A encamp on the field, Th. 3.5,4.134; cf. αὐλίζομαι. 2 encamp near, τῇ πόλει Plu.Sull. 29. 3 pass the night, Hsch. 4 of birds, roost in, [αἰγείρῳ] A.R.3.929.
German (Pape)
[Seite 906] dabei im Zelte, im Felde liegen u. übernachten, sich dabei lagern; ἐπηυλίσαντο Thuc. 4, 134; τῇ πόλει, bei der Stadt, Plut. Syll. 29 u. öfter, wie D. Hal. u. Luc. Von Vögeln, Ap. Rh. 3, 929.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαυλίζομαι: Ἀποθ. μετὰ μέσ. ἀορ., στρατοπεδεύω ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. αὐλίζομαι. 2) στρατοπεδεύω πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· καταλύω παρά τινι, διέρχομαι μετ’ αὐτοῦ τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπηυλιζόμην, ao. ἐπηυλισάμην et ἐπηυλίσθην, pf. ἐπηύλισμαι;
passer le nuit en plein air, bivouaquer en plein air : τῇ πόλει PLUT près de la ville.
Étymologie: ἐπί, αὐλίζομαι.