εὔγναμπτος

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγναμπτος Medium diacritics: εὔγναμπτος Low diacritics: εύγναμπτος Capitals: ΕΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúgnamptos Transliteration B: eugnamptos Transliteration C: eygnamptos Beta Code: eu)/gnamptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰγν-, ον,

   A well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).

German (Pape)

[Seite 1060] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγναμπτος: Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, καλῶς ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· περόνη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰγναμπτος;
ος, ον :
artistement courbé, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, γνάμπτω.