συναθλέω

From LSJ
Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναθλέω Medium diacritics: συναθλέω Low diacritics: συναθλέω Capitals: ΣΥΝΑΘΛΕΩ
Transliteration A: synathléō Transliteration B: synathleō Transliteration C: synathleo Beta Code: sunaqle/w

English (LSJ)

   A = συναγωνίζομαι, τινι with one, Ep.Phil.4.3; struggle together, τινι for a thing, ib.1.27.    II impress by practice upon, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης D.S.3.4.

German (Pape)

[Seite 997] wie συναγωνίζομαι, im Kampfe beistehen, Sp., μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης, D. Sic. 3, 4, durch Uebung dem Gedächtniß eingeprägt.

Greek (Liddell-Scott)

συναθλέω: συναγωνίζομαι, αἵτινες ἐν τῷ εὐαγγελίῳ συνήθλησάν μοι Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄ 3· ἀγωνίζομαι ὁμοῦ, ἀπὸ κοινοῦ, μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες τῇ πίστει τοῦ εὐαγγελίου αὐτόθι α΄ 27. ΙΙ. δι’ ἀσκήσεως ἐντυπώνω, μεταφορᾶς μνήμῃ συνηθλημένης Διόδ. 3. 4. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416, ὁ τύπος συναθλεύω εἶναι μεταγεν.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 lutter d’un commun effort : τινι avec ou pour qqn;
2 Pass. être saisi par un effort continu.
Étymologie: σύν, ἀθλέω.