πλησίος
ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
German (Pape)
[Seite 635] (mit πέλας, πελάζω zusammenhangend), nahe; Hom. τινός, Il. 6, 249 Od. 5, 71, u. τινί, Il. 23, 732 Od. 2, 149; als subst. der Nächste, Nachbar; oft bei Hom. ὧδε δέ τις εἴπε κεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον. – Selten bei den Attikern: χρηστηρίοις ἐν τοῖσδε πλησίοισι, Aesch. Eum. 186; θνήσκει πλησία τῷ νυμφίῳ, Soph. Ant. 757; παρούσης τῆσδε πλησίας ἐμοί, El. 630; πλησίους δόμους, Eur. Med. 969; πλησία σταθεῖσα, I. A. 629. – Gew. πλησίον (dor. πλατίον), adverbial u. mit dem Artikel als adj. gebraucht, κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου, Aesch. Prom. 364; τοῦ πλησίον παρόντος, Soph. El. 915 u. öfter; u. Eur., z. B. πλησίον παρῆσθα κινδύνων ἐμοί, Or. 1159; οἱ πλησίον, Ar. Eccl. 565; τοὺς μάλιστα πλησίον ἑαυτῶν, Plat. Apol. 25 e; οὗτος παρά σοι μάλα πλησίον ἀεὶ πάρεστιν, Phaedr. 243 e; πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου, Phaed. 59 d; κατὰ τῶν πλησίον πετρῶν, Phaedr. 299 c; Xen. u. Folgde immer nur die adverbiale Form. – Der compar. u. superl. ist gew. πλησιαίτερος, πλησιαίτατος, Xen. An. 1, 10, 5 u. öfter, u. Folgde; πλησιαιτέρω, Her. 4, 112. Auch πλησιέστερος u. πλησιέστατος kommt vor als v. l., Xen. Mem. 2, 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίος: -α, -ον, (πέλας, πελάζω) ὁ πλησίος ὤν, ὁ ἐγγὺς ὢν πρός τινα ἢ πρός τι, μετὰ γεν., πλησίοι ἀλλήλων Ἰλ. Ζ. 249, πρβλ. Ὀδ. Ε. 71. 2) μετὰ δοτ., πλησίοι ἀλλήλοισι Ἰλ. Ψ. 732, πρβλ. Ὀδ. Β. 149, Σοφ. Ἀντ. 761. 3) ἀπολ., ὁ πλησίον κείμενος, γειτνιάζων, πλησίαι αἵ γ’ ἤσθην Ἰλ. Δ. 21, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 195, Σοφ. Ο. Κ. 58, κτλ.· ― ὡς οὐσιαστ., γείτων, ἰδὼν ἐς πλ. ἄλλον Ἰλ. Β. 271, κτλ.· οἱ πλ. Ἡρόδ. 7. 152, Ἀριστοφ. Λυσ. 471, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ., πλησίον, Δωρ. πλᾱτίον = πέλας, ἐγγύς, πλησίον, ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., τὰ μὲν κατέθεντ’ ἐπὶ γαίῃ πλ. ἀλλήλων Ἰλ. Γ. 115, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 14· κεῖται στενωποῦ πλ. Αἰσχύλ. Πρ. 364· στῆθι πλ. πατρὸς Σοφ. Τρ. 1076· στρατοπεδεύεσθαι πλ. τινὸς Ἡρόδ. 4. 111, κτλ.·― ὡσαύτως μετὰ δοτ., σταθεῖσα τῷ τεκόντι πλ. Εὐρ. Ι. Α. 1551· πλ. προσέρχεσθαί τινι Πλούτ. 2. 234D· ὡσαύτως, πλ. πάρησθα κινδύνων ἐμοὶ Εὐρ. Ὀρ. 1159, πρβλ. Ἱππ. 1439. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρ., ὁ πλησίον (ἐξυπ. ὤν), ὁ γείτων τινός, Θέογν. 221, 611, Εὐρ. Ἑκ. 996, Πλάτ., κτλ.· οὕτως, ἐν τῇ Δωρ. ὁ πλᾱτίον Θεόκρ. 5. 28., 10. 3· ― ὡσαύτως μετ’ οὐσιαστ., ἐν ταῖς πλ. κλίναις Πλάτ. Πρωτ. 315D· ὁ πλ. παράδεισος, αἱ πλ. κῶμαι, κτλ., Ξεν. Ἀν. 2. 4, 16, κτλ. ΙΙΙ. Συγκρ. πλησιαίτερος, ὑπερθ. -αίτατος, αὐτόθι 1. 10, 5., 7. 3, 29. ― Συγκρ. ἐπίρρ. πλησιαιτέρω, Ἡρόδ. 4. 112· -αίτερον, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 23· ὑπερθ. -αίτατα, ὁ αὐτ. ἐν Πόροις 4. 46. ― Τύποι εἰς -έστερος, -ώτερος, ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν. καὶ εἰσήχθησαν ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰς τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ξεν., οἷον Ἀπομν. 2. 1, 23. ― Τὸ ἐπίθ. εἶναι ποιητ. καὶ Ἰων.· παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. μόνον τὸ ἐπίρρ. εὑρίσκεται.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 adj. proche, voisin de, gén. ou dat. ; abs. ὁ πλησίος, le plus proche, le voisin ; οἱ πλησίοι, les voisins (Cp. πλησιαίτερος, Sp. πλησιαίτατος);
2 adv. • πλησίον, près, proche : αἱ πλησίον κῶμαι XÉN les villages voisins ; abs. ὁ πλησίον (s.e. ὤν) XÉN celui qui est le plus proche, le voisin, autrui ; οἱ πλησίον ATT les proches (parents ou amis) ; avec le gén. ou le dat. : près de, auprès de (Cp. πλησιαιτέρω, et πλησιαίτερον ; Sp. πλησιαίτατα).
Étymologie: πέλας.