ἐφικνέομαι
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
Ion. ἐπ-, fut.
A ἐφίξυμαι Xenoph.6.3: aor. 2 ἐφῑκόμην, Ep. -ῐκόμην Il.13.613: pf. ἐφῖγμαι D.25.101: I reach at, aim at, c. gen., of two combatants, ἅμα δ' ἀλλήλων ἐφίκοντο Il.13.613; simply, reach or hit with a stick, εὐ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Pl.Hp.Ma.292a; ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Isoc.12.227; ἐφῖκται πάντων ἡ τούτου κακοπραγμοσύνη D.25.101, cf. Plu.2.267c, etc.; σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσε Antiph.55.20; τὰ βέλη ἐ. ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36. 2 reach, extend, ὅσον ὁ ἥλιος ἐ. Thphr.HP1. 7.1, etc.; ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐ. X.Cyr.5.5.8; ἐ. ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ' ἑαυτοῦ φόβῳ to reach by the terror of his name over... ib.1.1.5; ἐ. ἐς τὸ λεπτότατον to reach to the smallest matter, Luc.JConf.19; ὅπου μὴ ἐ. ἡ λεοντῆ, προσραπτέον . . τὴν ἀλωπεκῆν Plu.2.190e; c. part., ἐ. φθεγγόμενον Id.TG18; ἐ. βλέποντα μέχρι τινός D.Chr.62.1. 3 metaph., hit, touch the right points, ἐ. ἐξαριθμούμενος Plb.1.57.3; τὰ ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Hdt.7.9. 4 reach, attain to, τῆς ἀρετῆς Isoc.1.5; ἀνδραγαθίας Aeschin.3.189; τοῦ τριηραρχεῖν D.20.28, cf. 122; τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν Id.19.65: c. inf., ἐ. τῷ λόγῳ διελθεῖν to be able to... Plu.2.338c, cf. Plb.1.4.11, Inscr.Prien.105.47 (i B. C.): abs., succeed in one's projects, App.Mith.102; of a poison, reach a vital part, take effect, ib.111. II c. acc., to come upon, like ἐφικάνω, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pi.I.5(4).15: c. dupl. acc., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον to visit it with blows, Hdt.7.35. III c. acc., befit, be suitable to (cf. ἱκνέομαι 111), Hp.Fract.17.
German (Pape)
[Seite 1119] (s. ἱκνέομαι), hingelangen, hinkommen an ein Ziel, erreichen, treffen; ἅμα ἀλλήλων ἐφίκοντο, sie trafen Einer den Andern, Il. 13, 615; εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pind. I. 4, 17; εὖ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Plat. Hipp. mai. 292 a; übertr., καθ' ὅσον δυνατὸν ἐφικνεῖσθαι τῆς φύσεως αὐτοῦ, in der Darstellung erreichen, angemessen darstellen, Tim. 51 b; ähnl. νῦν οὐκ ἐφικνοῦμαι τοῦ μεγέθους αὐτῶν Isocr. 4, 187; περὶ πραγμάτων λέγειν ὧν οὐδ' ἂν εἷς ἀξίως ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο Dem. 14, 1, vgl. 19, 65; c. acc., ὃς τά τε ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἄριστα καὶ ἀληθέστατα, du stelltest das Uebrige sehr gut u. richtig dar, Her. 7, 9, wie auch wir sagen: du hast es gut getroffen; ähnl. Pol. ὁ γράφων ἐξαριθμούμενος οὐκ ἂν ἐφίκοιτο, 1, 57, 3. Auch τῆς ἀρετῆς, Isocr. 1, 5, wie τῆς ἀνδραγαθίας Aesch. 3, 189, die Tugend erreichen, eben so tugendhaft sein; so folgt bei Dem. 20, 28 auf οἱ μὲν ἐλάττω κεκτημένοι τῆς τριηραρχίας – οἱ δ' ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν, die das Vermögen erreichen zu einer Trierarchie, Trierarchen sein können; vgl. μετρίων εὐεργεσιῶν ἐφικέσθαι 20, 122, dem Staate Wohlthaten erzeigen können; Sp., πῶς ἐφικνοῦνται αἱ Μοῖραι τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν τοσούτων ἐς τὸ λεπτότατον, wie erstreckt sich die Sorge der Parzen so bis aufs Kleinste, Luc. Iup. conf. 19. – Im eigtl. Sinne τὰ βέλη ἐφικνεῖται πρὸς τὸν σκοπόν Luc. Nigr. 36; τοῖς ἐγχειριδίοις τῶν πολεμίων Plut.; von der Stimme, ὡς οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Tib. Gracch. 18; ἐφῖκτο πάντων, ist überall hingedrungen, Dem. 25, 101; – c. acc., τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι πληγάς, es sollten ihn 300 Peitschenhiebe treffen, Her. 7, 35. – Auch ἐφικέσθαι μὲν ἐπὶ τοσαύτην γῆν, über so viel Land hingekommen sein, reichen, Xen. Cyr. 1, 1, 5; ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται, so weit es reicht, 5, 5, 8; ähnlich ὅσον ὁ ἥλιος ἐφικνεῖται, so weit die Sonne kommt, die Sonnenwärme reicht, Theophr., der es auch von Pflanzen für "fortkommen, gedeihen" braucht, wie App. Mithr. 111 vom Gifte, es wirkt.