ἁγιστεία
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ἡ,
A ritual, service, τῶν θεῶν, in pl., Isoc.11.28, cf. Pl.Ax.371d, Arist. Cael.268a14; later in sg., Str.9.3.7, J.Ap.1.7, Plu.Rom.22, Jul.Or.5.178d.
German (Pape)
[Seite 14] ἡ, 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben θυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. ἱεροτελεστία, λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 δεισιδαίμων ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιστεία: ἡ, μάλιστα ἐν τῷ πληθ. ἅγιαι τελεταί, λατρεία ἐν τῷ ναῷ, ἱεροτελεστία, Ἰσοκρ. 227Α, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 3. ΙΙ. ἁγιωσύνη, Στράβων 417.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
coutume sacrée, cérémonie religieuse.
Étymologie: ἁγιστεύω.