λάβρα

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

German (Pape)

[Seite 2] ἡ, = λαύρα, Man. 3, 52, schlechtere Schreibart.

Greek (Liddell-Scott)

λάβρα: ἡ, ἀδόκιμος τύπος τοῦ λαύρα.

Greek Monolingual

η
1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα
2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη
3. φρ. «φωτιά και λάβρα»
α) αφόρητη ζέστη
β) μεγάλη στενοχώρια, καημός
γ) μεγάλη ακρίβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα πικρός > πίκρα, αλμυρός > αλμύρα].