μυστικός
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ή, όν,
A connected with the mysteries, τέλος A.Fr.387; μ. Ἴακχος the mystic chant Iacchus, Hdt.8.65; χοῖροι Ar.Ach.764; αὔρα τις εἰσέπνευσε -ωτάτη Id.Ra.314; βίοτος μ. IG3.172.6; μ. λόγοι Phld.Ir.p.46 W.; τὰ μ. the mysteries, Th.6.28,60; ἡ -κή (sc. παράδοσις) mystical doctrine, Procl.in Prm.p.779 S., cf. eund.in Ti.3.12 D.; τὸ θεῖον καὶ μ. Dam.Pr.213; οἱ μ., = μύσται, Str.17.1.29: Comp. -ώτερος Luc.Salt.59: Sup. -ώτατος Ar.Ra.l.c., Dam.Pr.111. Adv. -κῶς, δικάζειν Poll.8.123 (fort. μυστικῶν in cases relating to the mysteries); mystically, μ. καὶ τελεστικῶς Hermog.Id.1.6, cf. D.S.5.77, Porph. Antr.4. II private, secret, Cic.Att.4.2.7 (Comp.). Adv. -κῶς Str. 10.3.9, LXX 3 Ma.3.10, Vett.Val.46.11: Comp. -ώτερον, scribere Cic. Att.6.4.3.
German (Pape)
[Seite 223] geheimnißvoll, mystisch, bes. die Eingeweihten oder die Geheimnißlehren der Mysterien betreffend; τέλος, Aesch. frg. 398; μυστικὴ χοῖρος, Ar. Ach. 729; μυστικὸς ἴακχος, Her. 8, 65; τὰ μυστικά, = μυστήρια, Thuc. 6, 28. – Adv., δικάζω, Poll. 8, 123.
Greek (Liddell-Scott)
μυστικός: -ή, -όν, ἀπόκρυφος, «μυστικός», ἰδίως μυστηριώδης, ἔχων σχέσιν πρὸς τὰ μυστήρια, τέλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384· μ. Ἴακχος, τὸ μυστηριῶδες ᾆσμα τοῦ Ἰάκχου, Ἡρόδ. 8. 65· αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ἀριστοφ. Βάτρ. 314· τὰ μ., τὰ μυστήρια, Θουκ. 6. 28, 60· οἱ μυστικοί, = μύσται, Στράβ. 806· - παρὰ μεταγεν., καθόλου ἐπὶ πάσης τέχνης ἀπαιτούσης διδασκαλίαν, Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 128 κἑξ. Τὰ χοιρία μ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 747, ἦσαν πιθανῶς ἄθλια, ἰσχνὰ χοιρίδια, οἷα οἱ μύσται συνείθιζον νὰ προσφέρωσι, Λοβ. ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85· πρβλ. μέγαρον ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Η΄, 123· Συγκρ. -ώτερον, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les mystères, mystique ; τὰ μυστικά, les cérémonies des mystères;
Cp. μυστικώτερος, Sp. μυστικώτατος.
Étymologie: μύω.