κάρφω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρφω Medium diacritics: κάρφω Low diacritics: κάρφω Capitals: ΚΑΡΦΩ
Transliteration A: kárphō Transliteration B: karphō Transliteration C: karfo Beta Code: ka/rfw

English (LSJ)

poet. Verb,

   A dry up, wither, κάρψω μὲν Χρόα καλόν will wither the fair skin, wrinkle it, Od.13.398, cf. 430; ἠέλιος Χρόα κάρφει Hes. Op.575:—and in Pass., [Χρὼς] κάρφεται ἤδη Archil.100; πυρὶ καρφόμενα Euph.50; περὶ Χροῒ καρφομένη θρίξ Nic.Th.328.    2 metaph., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς Zeus withers the proud of heart, Hes.Op.7; κάματοι κάρφοντες γυῖα Nic.Al.383:—Pass., οἴτῳ κάρφεσθαι A.R.4.1094; v. κάρφος.

German (Pape)

[Seite 1332] zusammenziehen, einschrumpfen lassen, dörren, VLL. ξηρᾶναι, συσπάσαι; Od. 13, 398 κάρψω μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι, 430 κάρψε μέν οἱ χρόα, sie ließ die Haut zusammenschrumpfen, machte sie runzelig, wie Archil. frg. 76 χρὼς κάρφεται ἤδη, die Haut schrumpft zusammen; Hes. O. 577 ἠέλιος χρόα κάρφει; Hacedon. 16 (XI, 374) ὡς δὲ ῥόδον θαλέθεσκες ἐν εἴαρι· νῦν δ' ἐμαράνθης, γήραος αὐχμηρῷ καρφομένη θέρεϊ; στονόεντι κάρφεται οἴτῳ, er schmachtet hin, welkt hin, Ap. Rh. 4, 1094; καμάτοις κάρφουσι γυῖα δαμείς Nic. Al. 383, vom ausdörrenden Durst. Uebertr. sagt Hes. O. 7 von Zeus ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει, er läßt den Uebermüthigen einschrumpfen, demüthigt ihn. – Vgl. κάρφος, καρφαλέος, carpere, ἅρπω, ἁρπάζω, auch καρπός.

Greek (Liddell-Scott)

κάρφω: μέλλ. κάρψω, Ἐπίκ. ῥῆμα, μαραίνω, καταξηραίνω, κάρψω μὲν χρόα καλόν, θὰ ξηράνω τὴν ὡραίαν ἐπιδερμίδα, θὰ ῥυτιδώσω αὐτὴν, Ὀδ. Ν. 398, πρβλ. 430· ἠέλιος χρόα κάρφει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 573· καὶ ἐν τῷ Παθ., χρὼς κάρφεται ἤδη Ἀρχίλ. 91· πρβλ. Εὐφορίωνα 54, Νικ. Θηρ. 328. 2) μεταφ., ἀγήνορα κάρφει Ζεύς, «τὸν αὐθάδη καὶ ὑπερόπτην εὐτελῆ ποιεῖ καὶ ταπεινὸν» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 7· κάματοι κάρφοντες γυῖα Νικ. Ἀλεξιφ. 383. - Παθ., οἴτῳ κάρφεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1094. (Πρβλ. κάρφη, καρφαλέος, καρφηρός, ἴσως δὲ καὶ κάρφος).

French (Bailly abrégé)

tirer, contracter ; dessécher, flétrir : χρόα OD la peau, la fraîcheur de la peau.
Étymologie: R. Καρφ, tirer.