μαδάω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A to be moist or sodden, of a disease in fig-trees, Thphr.HP4.14.5. 2 of hair, fall off, Ael.NA15.18; of persons, to be bald, Ar.Pl.266, Longus 3.32, cf. Gal.16.88; μ. τὰς τρίχας Sotion p.186 W.; ἐάν τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλή LXX Le.13.40: abs., ἐὰν μαδήσῃ if there is baldness, Hp.Mul.2.189.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδάω: μέλλ. -ήσω, Λατ. madere, εἶμαι ὑγρὸς ἢ μαλακός, ἐπὶ νόσου τινὸς τῶν συκῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 5. 2) ἐπὶ τριχῶν, «μαδῶ», ἐκπίπτω, Λατ. defluere, Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι φαλακρός, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Λόγγος 3. 32· πρβλ. μαδίζω, μυδάω. (Πρβλ. μαδός, μαδαρός· Λατ. madeo, madesco, madidus, καὶ ἴσως τὸ manare.)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tomber en parl. des cheveux.
Étymologie: R. Μαδ, être humide ; cf. lat. madeo.