ἄχαρις

From LSJ
Revision as of 19:20, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχᾰρις Medium diacritics: ἄχαρις Low diacritics: άχαρις Capitals: ΑΧΑΡΙΣ
Transliteration A: ácharis Transliteration B: acharis Transliteration C: acharis Beta Code: a)/xaris

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, gen. ιτος, dat.

   A ἀχάρι Hdt.1.41 codd.:—without grace or charm, συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι Thgn.496, cf. 1236; of an immature girl, Sapph.34.    2 unpleasant, disagreeable, οὐδὲν ἄ. πείσεται Hdt.2.141, cf. 6.9; πρός τινος 8.143; οὐδὲν ἄ. παριδεῖν τινι 1.38,108; ἐνδιδόναι οὐδὲν ἄ. 7.52; esp. as euphem. for a grievous calamity, ἄ. συμφορή 1.41, 7.190; τὸ τέλος σφι ἐγένετο ἄ. 8.13; [βίος] οὐκ ἄ. εἰς τὴν τριβήν Ar.Av.156.    II ungracious, thankless, ἄ. τιμή a thankless office, Hdt.7.36; χάρις ἄχαρις graceless grace, thankless favour, A.Pr.545 (lyr.), Ag.1545 (lyr.); κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο E.IT566.

German (Pape)

[Seite 417] ιτος, neutr. ἄχαρι, 1) ohne Annehmlichkeit, ohne Reiz, unangenehm, οὐδὲν ἄχαρι παθεῖν Her. 8, 143, u. öfter, der es übh. von schwerem Unglück braucht, συμφορά 1, 41, wie die Tragg.; vgl. Plat. Phaedr. 265 d; compar. ἀχαρίστερος Od. 20, 392. – 2) undankbar, Eur. Andr. 592; χάρις ἄχαρις, ein unwillkommener Liebesdienst, Aesch. Ag. 1547; auch Dank, der keiner ist, Prom. 544; vgl. Eur. I. T. 566.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχαρις: ὁ, ἡ, ἄχαρι, τό, γεν. -ιτος, ἄνευ χάριτος ἢ θελγήτρων, μὴ ἔχων χάριν, συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι Θέογν. 496· ἐπὶ ἀνήβου, ἀνηλίκου κορασίου, Σαπφὼ 38. 2) δυσάρεστος, οὐχὶ εὐάρεστος, οὐδὲν ἄχαρι παθέειν Ἡρόδ. 2. 141., 6. 9· πρός τινος 8. 143· οὐδὲν ἄχ. παριδεῖν τινι 1. 38, 108· ἐνδιδόναι οὐδὲν ἄχ. 7. 52· ἰδίως κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ θλιβεροῦ δυστυχήματος, ἄχ. συμφορὴ 1. 41., 7. 190· τὸ τέλος σφι ἐγένετο ἄχ. 8. 13· βίος οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. ΙΙ. μὴ γνωρίζων χάριν, οὐκ εὐγνώμων, Λάτ. ingratus, ἄχ. τιμή, ἀξίωμα μὴ παρέχον ἱκανοποίησιν, Ἡρόδ. 7. 36· χάρις ἄχαρις, χάρις μὴ ἐπισύρουσα εὐγνωμοσύνην, Αἰσχύλ. Πρ. 545, Ἀγ. 1545· κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο Εὐρ. Ι. Τ. 566· πρβλ. ἀχάριστος, ἀχάριτος.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
I. (χάρις grâce);
1 sans grâce, sans agrément, sans charme;
2 désagréable, déplaisant ; odieux, cruel, douloureux;
II. (χάρις reconnaissance) ingrat;
III. (χάριν à cause de) qui ne mérite pas d’être la cause de : κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο EUR elle est morte pour une femme perfide, cause indigne d’un tel sacrifice;
Cp. ἀχαρίστερος.
Étymologie: ἀ, χάρις.