δυσπέμφελος
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ον,
A rough and stormy, εἰ καὶ δυσπέμφελος εἴη (sc. πόντος) Il.16.748: as a general epith. of the sea, οἳγλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται Hes.Th.440; ναυτιλίη δ. stormy passage, Id.Op.618; αὔρη Nonn.D.2.550: metaph., rude, uncourteous, Hes.Op.722; δ. εὐνή, of a wife, Max.88.
German (Pape)
[Seite 686] schwierig; vielleicht von πέμπω, eigentlich = schwer zu beschicken, zu besorgen; oder verwandt mit πέμφιξ, πεμφίς, πομφός, eigentlich = bewölkt, stürmisch. Homer einmal, Iliad. 16, 748 εἰ δή που καὶ πόντῳ ἐν ἰχθυόεντι γένοιτο, πολλοὺς ἂν κορέσειεν ἀνὴρ ὅδε τήθεα διφῶν, νηὸς ἀποθρώσκων, εἰ καὶ δυσπἐμφελος εἴη, auch wenn etwa das Meer schwierig, d. h. unfreundlich, stürmisch ist, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει εἰ καὶ δυσπέμφελοι εἶεν, ὥστε ἐπὶ τῶν ἀνδρῶν εἶναι, οἷον εἰ καὶ δυσάρεστοι εἶεν οἱ συνεσθίοντες, ὡς καὶ Ἡσίοδος (O. 722) »πολυξείνου δαιτὸς δυσπέμφελος εἶναι« βέλτιον δὲ ἐπὶ τῆς θαλάσσης, εἰ καὶ δυσχείμερος εἴη καὶ τραχεῖα· τὴν γὰρ τοῦ κολυμβητοῦ ἐντρέχειαν ἀντιπαρατίθησι τῷ ἀπὸ τοῦ δίφρου κεκυβιστηκότι. καὶ Ἡσίοδος δὲ (Th. 410) ἐπὶ τῆς θαλάσσης τέταχε, »καί τοῖς οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται«. Vgl Apoll. Lex. Hom. p 60, 25 Δυσπέμφελος· ὁ δυσάρεστος. Außer den von Aristonicus angeführten Stellen findet sich das Wort bei Hesiod. noch O. 618 εἰ δέ σε ναυτιλίης δυσπεμφέλου ἵμερος αἱρεῖ – Herodie. ep. (App. 35) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπέμφελος: -ον, ἐν Ἰλ. Π. 748,ὁ Κεβριόνης παραβάλλεται πρὸς δύτην, ὅστις πηδᾷ εἰς τὴν θάλασσαν , εἰ καὶ δυσπέμφελοςεἴη, ἔτι καὶ ἂν εἶνε ἀγρία καὶ τρικυμιώδης· οὕτως ἐν Ἡσ. Θ. 440, ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται· ὡσαύτως, ναυτιλίη δ., τρικυμιώδης, ἐπικίνδυνος πλοῦς, ταξείδιον, ὁ αὐτ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616· αὔρη Νόνν. Δ. 2. 550·- μεταφ. ὡς τὸ δύσκολος, τραχύς, ἀγροῖκος, Ἡσ. Ἔργ. 721. (Ἡ σημασία εἶνε φανερά· πιθανῶς λοιπόν ἡ ῥίζα νὰ εἶνε ἡ αὐτὴ καὶ τῆς λέξεως πέμφιξ) .
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une traversée difficile.
Étymologie: δυσ-, πέμπω ; sel. d’autres, δυσ-, et R. Φελ = Φλε être gonflé, avec redoubl. et nasal. πεμ-φελ.