κοροπλάθος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A modeller of small figures, imagemaker, Pl.Tht.147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. κορο-πλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.
Greek (Liddell-Scott)
κοροπλάθος: -ον, ὁ πλάτων προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, εἰδωλοποιός, Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-πλάστης, Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fabricant de poupées ou de figurines en cire, en plâtre, en terre, etc.
Étymologie: κόρη, πλάσσω.