φεῦ

From LSJ
Revision as of 20:12, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φεῦ Medium diacritics: φεῦ Low diacritics: φευ Capitals: ΦΕΥ
Transliteration A: pheû Transliteration B: pheu Transliteration C: fev Beta Code: feu=

English (LSJ)

exclamation of grief or anger,

   A alas! freq. in Trag.; φ. τάλας S.Aj.983, etc.: freq. c. gen., φ. τοῦ ὄρνιθος . . A.Th.597, cf. S.El.920, 1183; φ. τῆς βροτείας [φρενός] E.Hipp.936: joined with other exclam., οἰοῖ δᾶ φ. A.Eu.841 (lyr.); παπαῖ φ. or φ. π., S.Ph.785,792; φ. ὦ Ἑλλάς X.Ages.7.5, cf. Cyr.7.3.8.    II of astonishment or admiration, ah! oh! E.Heracl.552, El.262, Ph.1740 (lyr.), Pl.Phdr. 273c, etc., cf. Sch.Ar.Av.162; doubled, φ. φ. E.Heracl.535, Ar. l.c., Theoc.5.86: c. gen., φ. φ. τῆς ὥρας, τοῦ κάλλους Ar.Av.1724 (lyr.); φ. τοῦ ἀνδρός oh, what a man! X.Cyr.3.1.39 (where, however, there is also a sense of grief): also φ. τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ' ἀνδρός oh, but to get speech of such a man! S.Ph.234; folld. by a relat., φεῦ, ὅσῳ λέγεις κτλ. Pl.Phdr.263d; φ. ὡς εὖ λέγεις Id.Hp. Ma.287b.—φεῦ in Trag. and Com. Poets sts. stands extra versum, A.Ag.1307, Ch.194, Ar.Nu.41, etc.; when it forms part of the verse, it is usu. at the beginning, but not so in S.Ph.234, 1302.

German (Pape)

[Seite 1266] Ausruf des Schmerzes oder Unwillens, ach! weh! Aesch. Prom. 124 Spt. 125 u. öfter, u. die andern Tragg., häufig φεῦ, φεῦ vrbdn, u. Ar, c. gen., weh über Etwas. – Auch Ausruf des Staunens, φεῦ τοῦ ἀνδρός, oh, welch ein Mann, Xen. Cyr. 3, 1,38; φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ' ἀνδρός Soph. Phil. 234, o daß man doch wenigstens der Anrede eines solchen Mannes theilhaftig wird; φεῦ ὅσῳ λέγεις τεχνικωτέρας νύμφας Plat. Phaedr. 263 d; Hipp. mai. 287 b.

Greek (Liddell-Scott)

φεῦ: σχετλιαστικὸν ἐπιφώνημα, ἐκφράζον ὀδύνην ἢ ὀργήν, ἄχ, ἀλλοίμονον, ὡς τὸ Λατ. heu ha, ah, vah, vae, Ἀγγλ. fye! συχν. παρὰ Τραγικ.· φεῦ τάλας Σοφ. Αἴ. 983, κλπ.· συχν. μετὰ γενικ., φεῦ τοῦ ὄρνιθος... Αἰσχύλ. Θήβ. 597, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 920, 1183· φεῦ τῆς βροτείας φρενὸς Εὐρ. Ἱππ. 936· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ἐπιφωνημάτων, φεῦ ἰοῦ ἰοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 781, πρβλ. 841· παπαῖ φεῦ ἢ φεῦ παπαῖ, Σοφ. Φιλ. 786, 792· φεῦ ὦ Ἑλλὰς Ξεν. Ἀγησ. 7, 5, πρβλ. Κύρ. 7. 3, 8. ΙΙ. ἐπὶ θαυμασμοῦ ἢ ἐκπλήξεως, μπᾶ! ὤ! ὡς τὸ Λατ. phy ἢ papae, Εὐρ. Ἡρακλ. 553, Ἠλ. 262, Πλάτ., κλπ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 162· διπλοῦν, φεῦ φεῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 535, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μετὰ γεν., φεῦ τῆς ὥρας, τοῦ κάλλους ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1724· φεῦ τοῦ ἀνδρὸς Ξεν. Κύρ. 3. 1, 39 (ἔνθα ὅμως ὑπάρχει καὶ ἔννοιά τις θλίψεως)· μετ’ ὀνομ. ἢ αἰτιατ., φεῦ τὸ χρήσιμον φρενῶν Εὐρ. Φοίν. 1741· φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν πρόσφθεγμα τοιοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 234· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, φεῦ, ὅσῳ λέγεις Πλάτ. Φαῖδρ. 263D, κλπ. ― Τὸ φεῦ παρ’ Ἀττικ. ἐνίοτε κεῖται ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1307, Χο. 194, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, κλπ.· ὅταν δὲ ἀποτελῇ μέρος τοῦ στίχου συνήθως τίθεται ἐν ἀρχῇ αὐτοῦ· οὐχ οὕτως ὅμως ἐν Σοφ. Φιλ. 234, 1302. (Ἐντεῦθεν, φεύζω πρβλ. φῦ).

French (Bailly abrégé)

interj.
1 cri de douleur : ah ! hélas ! avec un gén. : φεῦ τῆς βροτείας φρενός EUR hélas ! l’esprit des mortels ! φεῦ φεῦ hélas ! hélas !;
2 cri d’étonnement ou d’admiration : oh ! ah ! avec un gén. : φεῦ τοῦ ἀνδρός XÉN hélas ! homme infortuné !.
Étymologie: DELG simple onomatopée.