ἄγκυρα
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ἡ,
A anchor, Alc.18.9 (v. ἄγκοινα), Thgn.459; ἄ. βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀΦιέναι to cast anchor, Pi.I.6(5).13, Hdt.7.36, A.Ch. 662, X.An.3.5.10; ἄ. αἴρειν, αἴρεσθαι to weigh anchor, Plu.Pomp.50, 80; ἀνέλοιο AP10.1 (Leon.); τὰς νέας ἔχειν ἐπ' ἀγκυρέων Hdt.6.12; ὁρμίζειν Th.7.59; ἐπ' ἀγκυρέων ὁρμεῖν ride at anchor, Hdt.7.188; νηῦς μιῆς ἐπ' ἀγκύρης [οὐκ ἀσφ]αλὴς ὁρμεῦσα Herod.1.41; ἐπ' ἀγκύρας ἀποσαλεύειν D.50.22, cf. E.Hel.1071; prov, ἀγαθαὶ πέλοντ' . . δύ' ἄγκυραι 'tis good to have 'two strings to your bow', Pi.O.6.101; ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν αὐτοὺς ἐᾶτε D.56.44, cf. Plu.Sol.19; ἄ. δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη E.Hel.277; ἐπὶ τῆς αὐτῆς (sc. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, i.e. 'to be in the same boat' with the many, D.18.281; εἰσζ μητρζ παῖδες ἄγκυραι βίου S.Fr.685; οἴκων ἄ., of a son, E.Hec.80; ἱερὰ ἄ., last hope, Luc.JTr.51. II pruning-hook, Thphr.CP 3.2.2. III = αἰδοῖον, Epich.191.
German (Pape)
[Seite 15] ἡ, Anker (von den gekrümmten Armen desselben), zuerst Theogn. u. Pind.; Anker werfen, ἀφιέναι Xen. Hell. 3, 5, 6; βάλλειν Pind. I. 5, 11; καθιέναι Her. 7, 36; ἐρείδειν χθονί Pind. P. 10, 51; ῥίπτειν εἰς γῆν Orph. Arg. 497; κρεμαννύναι Pind. P. 4, 192; μεθιέναι Aesch. Ch. 650; χαλᾶν Sp. – Anker lichten, αἴρεσθαι Plut. Pomp. 80; ἀναιρεῖσθαι Ath. XV, 672 c; Leon. Tar. 57 (X, 1); ἀνελκύσασθαι Poll.; ἀνασπάω, ἀναφέρω, Long. 2, 29. 26, kappen, ἀποκόπτειν. Vor Anker liegen, ἐπ' ἀγκύρας ὁρμεῖν, ἀποσαλεύειν, ὁρμίσασθαι, Poll. 1, 103; vgl. Eur. Hel. 1080. Dah. ἐπ' ἀγκύραιν δυοῖν ὁρμεῖν τινα ἐᾶν, Jemandem die Wahl zwischen zwei Dingen lassen, Dem. 56, 44; Plut. auch ἐπ' ἀγκύραις Sol. 19; – der Hauptanker des Schiffs hieß ἱερά, Luc. Fugit. 13 Jup. Trag. 51; Plut. reip. ger. pr. 19. Uebertr. Eur. οἴκων, vom Sohne, des Hauses Stütze, Hec. 80; wie Soph. frg. 612; Plat. Legg. XII, 961 c πόλεως. – Bei Theophr. ein Haken, als Werkzeug.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ancre ; ἄγκυραν καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι jeter l’ancre ; ἄγκυραν αἴρειν, αἴρεσθαι lever l’ancre ; ἐπ’ ἀγκύρας ὁρμεῖσθαι ou ἀποσαλεύειν être dans le port, à l’ancre ; ◊ prov. ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν DÉM être mouillé sur deux ancres, càd avoir pris ses précautions et se croire en sûreté ; ἄγκυρα ἱερά PLUT ancre sacrée, ancre de miséricorde, dernière chance de salut ; fig. soutien, appui, espérance.
Étymologie: R. Ἀγκ, v. ἀγκών.
Syn. εὐναία.
English (Slater)
ἄγκῡρα (-αν; -αι, -ας.)
1 anchor ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) “ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν.” (P. 4.24) ἐπεὶ δἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν (P. 4.192) κώπαν σχάσον, ταχὺ δἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (P. 10.51) met., ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.13)