ὑπότροπος
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ον, (ὑποτρέπομαι)
A turning back, returning, ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501; ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332; ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367; οὐκ ἔθ' ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε h.Ap.476; ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211. 2 rallying from the effect of a blow, Theoc.25.263.
German (Pape)
[Seite 1237] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότροπος: -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο δῶμα Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι αὖτις Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. οἴκαδε ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον ἦμαρ ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. ὑπότροφος. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «ὑπότροπος... ὁ οἴκαδε ὑποστραφείς· ἐξ αὐτοῦ δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui revient, qui est de retour.
Étymologie: ὑποτρέπω.