καιροσέων
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
(καῖρος)
A close-woven, only in gen. pl. fem., καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Od.7.107. (Archaic spelling of καιρουσσέων (trisyll.), Ion. gen. pl. of καιρόεις, like Τειχιόσης for Τειχιούσσης in SIG3d (Milet., vi B.C.).)
German (Pape)
[Seite 1297] ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, Od. 7, 107, von dem dichtgeketteten, dichtgewebten Linnen tröpfelt das Oel ab; man leitet das Wort gewöhnlich von καῖρος, καιρόεις ab, wo es denn für καιροεσσῶν stehen soll; alte v. l. scheint κροσσωτῶν gewesen zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
καιροσέων: θηλ. γεν. πληθ. ἐν Ὀδ. Η. 107, καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, ἐκ τῶν πυκνῶς ὑφασμένων ὀθονῶν στάζει τὸ ὑγρὸν ἔλαιον, δηλ. τὸ ὕφασμα εἶναι τοσοῦτον πυκνόν, ὥστε τὸ ἔλαιον δὲν διέρχεται δι’ αὐτοῦ ἀλλὰ στάζει ἀπ’ αὐτοῦ ἐκ τῶν ἄκρων. Λέγεται ὅτι ὁ τύπος εἶναι ἀντὶ καιροεσσέων (Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ καιρόεις), καὶ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει καιρουσσέων. Προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ καῖρος Α.
French (Bailly abrégé)
gén. pl. d’un mot inconnu;
pê bien tressé, solidement tissu.
Étymologie: καιρός.
English (Autenrieth)
or καιροσσέων: gen. pl. fem. from an adj. καιρόεις, with many loops (καῖροι) or thrums to which the threads of the warp were attached; κ. ὀθονέων, from the fine-woven linen, Od. 7.107†.