ἀναπολέω

From LSJ
Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπολέω Medium diacritics: ἀναπολέω Low diacritics: αναπολέω Capitals: ΑΝΑΠΟΛΕΩ
Transliteration A: anapoléō Transliteration B: anapoleō Transliteration C: anapoleo Beta Code: a)napole/w

English (LSJ)

poet. ἀμπ-, properly,

   A turn up the ground again (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν, Hsch. s.v. ὡραπολεῖν): hence, go over again, repeat, ταὐτὰ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.N.7.104; δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238; ὅταν [ψυχὴ] αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Pl.Phlb.34b, cf. Vett.Val.242.20:—aor. 1 Pass., J.AJ13.5.8.

German (Pape)

[Seite 203] umwenden, ἀμπολεῖν ταὐτὰ τρὶς καὶ τετράκις Pind. N. 7, 104; vom Acker, umpflügen; von Speisen, wiederkäuen. Aelian. bei Suid. Uebertr., im Geiste herumwenden, überdenken, erwägen, ἔπη, wiederholen, Soph. Phil. 1222; μνήμην Plat. Phil. 34 b; Suid. erkl. geradezu ἀναμιμνήσκεσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπολέω: ποιητ. ἀμπ-, κυρίως, ἀναστρέφω τὸ χῶμα δι’ ἀρότρου, ἀναστρέφω αὐτὸ πάλιν, (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραπολεῖν), πρβλ. πολέω, ἀναπολίζω: ἐντεῦθεν, διεξέρχομαι ἐκ νέου, ἐπαναλαμβάνω, ἀναθεωρῶ, Λατ. volvere ἤ versare [animo], ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ’ ἀμπολεῖν Πινδ. Ν. 7. 153· δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ’ ἔπη; Σοφ. Φ. 1238· ὅταν ... αὖθις ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Πλάτ. Φίλ. 34Β, «ἀναπολεῖ, ἀναμιμνήσκεται» Σουΐδ. ―«ἀναπολεῖ, μνημονεύει, Λάκωνες» Ἡσύχ.: ― περὶ τροφῆς, ἀναμασῶμαι, «μόνοςθαλάσσιος σκάρος τὴν τροφὴν ἀναπολεῖ, ὥσπερ καὶ τὰ βληχητά, ἃ δὴ μηρυκᾶται» Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ (Αἰλ. π. Ζ. 2. 54, ἔνθα ὅμως γράφεται ἀναπλέουσαν): ― α΄ ἀόρ. παθ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tourner et retourner dans son esprit;
2 redire, répéter.
Étymologie: ἀνά, πολέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπ- Pi.N.7.104
1 repetir ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν Pi.l.c., δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ' ἔπη; S.Ph.1238, gram. ἡ δὲ αὐτὸς ἐπ' ἀναπολούμενον πρόσωπον φέρεται A.D.Pron.61.5, cf. 14.4, Synt.18.5, 27.6
2 recordar ὅταν ... (ψυχή) αὖθις ταύτην (μνήμην) ἀναπολήσῃ Pl.Phlb.34b, τὸ τοῦ προτέρου βίου καὶ τοῦ νῦν Epicur.Fr.[133] 4, τοὺς ἐπί τινι λίαν ἀγανακτήσαντας M.Ant.12.27, ταῦθ' <εἰκὸς> ἑκάστου τῶν πονηρῶν τὴν ψυχὴν ἀναπολεῖν Plu.2.556a, τὰ πεπραγμένα Arr.Epict.4.6.35
ὅτι ... Vett.Val.242.20
abs. Amelius en Porph.Plot.17.33, ἀναπολεῖ· μνημονεύει Hsch.
registrar, hacer constar ἀπὸ τῆς ἐξ ἀρχῆς ἀναποληθείσης ἡμῖν οἰκειότητος desde que por primera vez quedó constancia de nuestra amistad I.AI 13.168, τὰ ἐκεῖ θεάματα Meth.Symp.8.2.
3 volver a trabajar ἀναπολεῖν δὲ λέγουσι τὸ τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Hsch.s.u. ὡραπολεῖν.