διδασκαλία

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδασκᾰλία Medium diacritics: διδασκαλία Low diacritics: διδασκαλία Capitals: ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Transliteration A: didaskalía Transliteration B: didaskalia Transliteration C: didaskalia Beta Code: didaskali/a

English (LSJ)

ἡ,

   A teaching, instruction, Pi.P.4.102, Even.1, Hp.Lex2, X.Cyr.8.7.24, Pl.R.493b, etc.; δ. ποιεῖσθαι, c. acc. et inf., Th.2.42; δ. παρέχειν serve as a lesson, ib.87; ἐκ δ., opp. ἐξ ἔθους, Arist.EN1103a15.    2 elucidation, Id.Po.1456b5.    3 official instructions, PLips.64.24 (iv A. D.); πρὸς διδασκαλίαν for information, POxy. 1101.4 (iv A. D.).    II training, rehearsing of a chorus, etc., δ. τῶν χορῶν Pl.Grg.501e, cf. Simon.147.5, Plu.2.1096a, etc.; also, the dramas produced, Id.2.839d, Cim.8, Per.5, AP7.37 (Diosc.).    2 διδασκαλίαι, αἱ, Catalogues of the Dramas, their writers, dates, and success, title of compilation by Arist. and others, D.L.5.26, cf. Sch.Ar.Ra.1155, etc.

German (Pape)

[Seite 615] ἡ, 1) Lehre, Unterricht, Unterweisung; Χείρωνος Pind. P. 4, 102; Plat. Crat. 428 c Rep. VI, 493 b u. öfter; δημιουργικαί Soph. 229 d; Folgde; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι Thuc. 2, 42; παρέχειν, lehren, 2, 87. Bei Arist. poet. 19 steht ἄνευ διδασκαλίας dem ἐν τῷ λόγῳ entgegen, also = Andeuten durch Worte. – 2) Einübung u. Ausführung eines theatralischen Stücks od. Chors, χορῶν Plat. Gorg. 501 e; das Stück selbst, Plut. Cim. 8; eine Tetralogie, Pericl. 5. Bes. sind διδασκαλίαι Verzeichnisse der aufgeführten Dramen, mit Angabe der Verfasser, der Zeit u. des Erfolges, mit dem sie aufgeführt wurden, wie Aristoteles nach D. L. 5, 26 u. Anderen schrieb; vgl. Casaub. zu Ath. VI, 235 e.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδασκᾰλία: ἡ, τὸ διδάσκειν, ἡ διδαχή, παίδευσις, Λατ. dis-ciplina, Πίνδ. Π. 4. 180, Εὔηνος 1, Ἱππ. Λεξ. 2, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 24, Πλάτ., κτλ.· δ. ποιεῖσθαι ἢ παρέχειν, Θουκ. 2. 42, 87· ἐκ δ., ἀντίθ. ἐξ ἔθους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1. 2) συμβουλή, νουθεσία διὰ λέξεων, ὁ αὐτ. Ποιητ. 19, 6. ΙΙ. ἡ προπαρασκευή, ἡ πρὸς παράστασιν ἄσκησις τοῦ χοροῦ, κτλ., δ. τῶν χορῶν Πλάτ. Γοργ. 501Ε, πρβλ. Σιμων. 148· ὡσαύτωςπαράστασις ὅλου δράματος, Πλούτ. Κίμ. 8, Περικλ. 5· ἴδε διδάσκω ΙΙΙ. 2) διδασκαλίαι ἢ περὶ διδασκαλιῶν, κατάλογοι τῶν δραμάτων, μετὰ τῶν ποιητῶν, τῆς χρονολογίας καὶ εἰδήσεων περὶ τῆς ἐπιτυχίας αὐτῶν, οἵους συνέγραψεν ὁ Ἀριστ. καὶ ἄλλοι, ἴδε Ἀριστ. Ἀποσπ. 575 - 587, πρβλ. Casaub. Ἀθήν. 235C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. instruction, enseignement ; διδασκαλίαν ποιεῖσθαι THC enseigner, montrer ; διδασκαλίαν παρέχειν THC servir de leçon;
II. en parl. du théâtre :
1 instructions : διδασκαλία τῶν χορῶν instructions pour le chant du chœur, ou en gén. pour la déclamation des acteurs ou pour le jeu des danseurs (didascalies);
2 p. ext. œuvre dramatique.
Étymologie: διδάσκαλος.

English (Slater)

δῐδασκᾰλία
   1 instruction “φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν.” Jason speaks (P. 4.102)