ἡδυχαρής
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ές,
A sweetly joyous, AP3.18 (Inscr. Cyzic.).
German (Pape)
[Seite 1155] ές, sehr angenehm, Anth. III, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυχᾰρής: -ές, λίαν περιχαρής, Ἀνθ. Π. 3. 18.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait joyeux.
Étymologie: ἡδύς, χαίρω.
Greek Monolingual
ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο-χαρής, περι-χαρής].