ἀντιπαθής
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ές,
A in return for suffering, A.Eu.782; felt mutually, ἡδονή Luc.Am.27. 2 of opposite feelings or properties, δύναμις Plu.2.664c; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι ib.940a. Adv. -θῶς Gp.5.11.4, Alex.Trall.8.2. 3 in Metric, of opposed rhythms, Sch. Heph.p.122C.,al. II Subst. ἀντιπαθές, τό, remedy for suffering, Plu.Ant.45, cf. ἀντίτομον· φάρμακον ἀντιπαθές, Hsch.; λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος Ps.-Plu.Fluv.21.5:—name of a black kind of coral, Dsc.5.122.
German (Pape)
[Seite 256] ές (πάθος), von entgegengesetzter Beschaffenheit od. Neigung, entgegengesetzt, κραδιᾶς σταλαγμός, vergeltend, Aesch. Eum. 753; τὸ ἀντιπαθές, Gegenwirkung, Plut. Ant. 45; φύσις ἀντ. πρός τι, entgegengesetzt wirkende Beschaffenheit, Fac. orb. lnn. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαθής: -ές, (πάθος) ὁ ανταποδίδων πάθημα διὰ πάθημα, Αἰσχ. Εὐμ. 782, (ἀλλὰ νῦν ἀναγινώσκεται ἀντιπενθὴς ἐξ ἀρίστων χειρογράφων)· ὁ παρέχων ἀμοιβαῖον αἴσθημα, τῶν ἡδονῶν τὰς ἀντιπαθεῖς μεταδιωκτέον, τὰς προξενούσας ἀμοιβαίαν τέρψιν, Λουκ. Ἔρωτ. 27. 2) ὁ ἔχων ἐναντίας διαθέσεις ἢ ἰδιότητας, δύναμις Πλούτ. 2. 664C· φύσιν ἔχειν ἀντ. πρός τι αὐτόθι 940Α: ― Ἐπίρρ. -θῶς Γεωπ. 5. 11, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντιπαθές, τό, ἀντιφάρμακον διὰ πάθημα, Πλουτ. Ἀντών. 45: ὡσαύτως «ἀντιπάθιον», τὸ Ἡσύχ.: ― ἀντιπαθὲς ὠνομάζετο καὶ μέλαν τι εἶδος κοραλλίου: «ἔστι δὲ τῇ μὲν χρόα μέλαν, δενδρίζον δὲ καὶ αὐτὸ καὶ ὀζῶδες μᾶλλον· δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῷ κοραλλίῳ» Διοσκ. 5. 140.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a des sentiments ou des propriétés contraires à, opposé à;
2 efficace contre la souffrance : τὸ ἀντιπαθές PLUT remède contre la souffrance.
Étymologie: ἀντί, πάθος.
Spanish (DGE)
-ές
I que procura una sensación recíproca ἡδοναί Luc.Am.27.
II 1incompatible, opuesto en cuanto a naturaleza o comportamiento ἀρεταί Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.120), cf. Bolus (= Ps.Democr.) B 300.7, δύναμις Plu.2.664c, πρὸς τὸν ἥλιον ἀ. φύσιν ἔχειν Plu.2.940a, cf. Ath.Al.Inc.44.42
•en métr. del yambo y el troqueo, Sch.Heph.p.122.
2 de pers. inclinado a oponerse, pendenciero Chrys.M.62.235.
3 subst. τὸ ἀ. remedio, antídoto Plu.Ant.45, Philum.Ven.14 tít., cf. ἀντίτομον· φάρμακον ἀντιπαθές Hsch.
•como n. de una piedra con poder preventivo λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος Ctes.73, de cierto coral con igual característica τὸ καλούμενον δὲ ἀντιπαθὲς κουράλιον Dsc.5.122
•tb. del coral preventivo contra encantamientos Plin.HN 37.145
•o de un filtro de tal característica, Laeu.27.2.
III adv. -ῶς obrar en forma opuesta ἀ. ἔχουσαν πρὸς τὸ πάθος Alex.Trall.2.377.23, Gp.5.11.4.