αὐτοπαθής
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ές,
A speaking from one's own feeling or experience. Adv. -θῶς Plb.3.12.1, Plu.Cat.Mi.54; instinctively, αὐ. φεύγομεν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.Fr.66, etc. II Gramm., of pronouns, reflexive, opp. ἀλλοπαθεῖς, A.D.Pron.44.11; of verbs, opp. μεταβατικά, Synt. 281.15.
German (Pape)
[Seite 399] ές (παθεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Ggstz ἀλλοπαθής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Ueberzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπᾰθής: -ές, αὐτὸς λαβὼν πεῖραν πράγματός τινος. ― Ἐπίρρ. -θως, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 12, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ γραμμ., αὐτοπαθῆ εἶναι ὀνόματα, ἀντωνυμίαι καὶ ῥήματα, ἅτινα ἀντανακλῶσι τὴν ἐνέργειαν εἰς ἑαυτά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀλλοπαθῆ ἤ μεταβατικά, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 56Α, Bachm. Ἀνέκδ. 2. 302.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
t. de gramm. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou μεταβατικός.
Étymologie: αὐτός, πάθος.
Spanish (DGE)
(αὐτοπᾰθής) -ές
I 1que se atormenta a sí mismo Φθόνος Nonn.D.8.37.
2 gram. reflexivo de pron. op. ἀλλοπαθής A.D.Pron.44.11
•intransitivo del verbo, op. μεταβατικά A.D.Synt.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.
II adv. -ῶς
1 por propia experiencia αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.Cat.Mi.54.
2 resignadamente αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.
3 instintivamente αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.
4 gram. intransitivamente Eust.398.36, 966.23.