ἀκόλουθος

From LSJ
Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόλουθος Medium diacritics: ἀκόλουθος Low diacritics: ακόλουθος Capitals: ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: akólouthos Transliteration B: akolouthos Transliteration C: akolouthos Beta Code: a)ko/louqos

English (LSJ)

ον, (ἀ- copul., κέλευθος, cf. Pl.Cra.405d)

   A following, attending on, mostly as Subst., follower, attendant, IG1.1, Ar.Av.73; ὅτοισι παῖς ἀ. ἐστιν Eup.159.3; freq.in Att. Prose, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, etc.; οἱ ἀ. camp-followers, X.Cyr.5.2.36: fem., Plu. Caes.10: metaph., Δίκα Εὐνομίας ἀ. B.14.55.    2 following after, c. gen., πλάτα . . Νηρῄδων ἀ. S.OC719 (lyr.).    3 following, consequent upon, in conformity with, c. gen., τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν Ar. Ach.438, cf. Pl.Phd.111c: mostly c. dat., Id Lg.716c, Ti.88d; ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257; ἀ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι Arist.Pol.1321b3; consistent, οὐδὲν ἀ. αὑτῷ λέγει Demetr.Eloc.153; of persons, conforming, τῇ ὑμετέρἁ βουλήσει PTeb.44.34 (ii B. C.): abs., correspondent, Lys.21.10; τἆλλα πάντα τὰ ἀ. Hyp.Eux.25; λόγους πράξεις ἀ. Epicur.Sent.25; consistent with one another, X.An. 2.4.19. Adv. -θως in accordance with, τοῖς νόμοις D.44.67; ἀ. τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. Phld.Piet.100, D.S.4.17: abs., consistently, Metrod.Fr.17, Aristid.2.28 J., Plot.4.3.20.    4 in accordance with nature, Zeno Stoic.1.55.    5 Gramm., analogical, A.D.Pron.11.21, al. Adv.-θως analogically, Id.Synt.159.6.    6 in Logic, consequent, περὶ ἀκολούθων, title of work by Chrysipp . . Stoic. 2.5, cf. 69; τοῦτο γὰρ ἀ. that follows, Phld.Ir.p.84 W.—Used once by S. l.c.; otherwise only in Com. and Prose.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλουθος: -ον, (ἀ ἀθροιστ., κέλευθος, Πλάτ. Κρατ. 405C): - ὁ ἀκολουθῶν, ὑπηρετῶν τινι, τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Λατ. pedisequus, Ἀριστοφ. Ὄρ. 73· ὅτοισι παῖς ἀκ. ἐστιν... οἱ ὁποῖοι διατηροῦσιν ὑπηρέτην μικρόν, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 1.3· συχν. παρ’ Ἀττ. πεζ. Ἀντιφῶν 115, 19, Θουκ. 6. 28., 7.75, Πλάτ. Συμπ. 203C, κτλ. οἱ ἀκόλουθοι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸ στράτευμα, τὰ σκευοφόρα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 36: ὡσαύτως θηλ. Πλουτ. Καῖσ. 10. 2) ἀκολουθῶν μετά τινα, μετὰ γεν., πλάτα... Νηρῄδων ἀκ., Σοφ. Ο. Κ. 719 (λυρ.). 3) ὁ ἀκολουθῶν ὡς ἐπακολούθημά τινος ἢ σύμφωνός τινι, μ. γεν. τἀκόλουθα τῶν ῥακῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 438, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 111C· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. Νόμ. 716C. Τίμ. 88D· ἀκόλουθα τούτοις πράττειν, Δημ. 312, 25· ἀκ. τοῖς εἰρημένοις ἐστὶ τὸ διῃρῆσθαι, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 1· - ἀπολύτ., ἀνάλογος, Λυσ. 162. 26· - σύμφωνα πρὸς ἄλληλα, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 19. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 36. - Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός..., τοῖς νόμοις, Δημ. 1100.14· πρβλ. Διόδ. 4.17· ἀπολ., συμφώνως, εἰκότως καὶ ἀκ., Ἀριστείδ. 2. 142· - ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλλως μόνον παρὰ Κωμ. καὶ Πεζ. συγγρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui suit, qui accompagne ; subst.ἀκόλουθος suivant, serviteur ; ἡ ἀκόλουθος PLUT suivante ; οἱ ἀκόλουθοι XÉN la suite d’une armée (valets, marchands, etc.);
II. qui est la suite, la conséquence de :
1 qui s’accorde avec, τινι;
2 qui se suit, qui se tient, conséquent.
Étymologie: ἀ- cop., κέλευθος.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1acompañante, seguidor, compañero, Δίκα Εὐνομίας ἀ. B.15.55, πλάτα ... Νηρῄδων ἀ. S.OC 719.
2 como subst. ὁ, ἡ acompañante, servidor, IG 13.6B.12 (V a.C.), Ar.Au.73, Eup.172.3, Antipho 2.1.4, Th.6.28, 7.75, Pl.Smp.203c, Plu.Caes.10
en el ejército οἱ ἀκόλουθοι los servidores (lixae, calones, etc.) del ejército, X.Cyr.5.2.36
como oficio sacerdotal ayudante, esp. ayudante personal del representante permanente del sumo sacerdote en el Serapeon UPZ 5.17, 6.14 (ambos II a.C.).
II de cosas
1 que es conforme a, que está de acuerdo con c. dat. οὐ ἀκόλουθα οὐδὲ σύμφωνα οἷς τὸ πρῶτον ἔλεγες Pl.Grg.457e, cf. Lg.716c, Demetr.Eloc.153, πράξεις λόγοις Epicur.Sent.[5] 25, τοῖς προειρημένοις Isoc.15.273, τοῖς εἰρημένοις Arist.Pol.1321b4, ἀ. ... ὁ νῦν λόγος ... τῷ τότε ῥηθέντι D.15.7, ἀκόλουθα τούτοις πράττειν D.18.257, cf. PAgon.1.12 (III d.C.), ἀκόλουθος τοῖς ἐψηφισμένοις ἐπιστολή CRIA 166.21 (III a.C.), δημηγορήσας ἀκόλουθα τοῖς ἀγγέλοις D.C.40.37.2, cf. ITemple of Hibis 4.32 (I d.C.), c. gen. ἀκόλουθα ῥακῶν Ar.Ach.438, ἀ. τούτων Pl.Phd.111c
subst. τὸ ἀ. coherencia Demetr.Lac.Herc.1012.43.3
gram. analógico A.D.Pron.11.21
ret. ἀκόλουθος de un tipo de metáfora cuya recíproca es posible (p. ej. «auriga de nave» y «piloto de carro»), Charis.272, Diom.1.457.24.
2 que sigue, siguiente λέγε τὸ ἀ. lee lo que sigue de un documento, D.37.24, ἀ. λόγος tratado que es continuación (del de Arato), Plb.4.2.1, ἀ. καιρός LXX 2Ma.4.17, τἀκόλουθα τούτοις I.AI 4.1, cf. Gr.Nyss.V.Mos.82.4.
3 resultante, dependiente de τοῦτο γὰρ ἀ. esta es la consecuencia Phld.Ir.42.3, c. gen. τιμωρία δέ, ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Pl.Lg.728c, ἀκόλουθα ταῦτα ... ἀλλήλων X.Oec.11.12, τὴν (τέχνην) ἀ. ταύτης X.Smp.4.61, c. dat. τὰ ἀκόλουθα τούτοις Pl.R.580e, cf. Din.1.1
ἀκόλουθόν ἐστι es lógico c. inf. τό τε ἐπιθήσεσθαι καὶ λύσειν τὴν γέφυραν X.An.2.4.19, cf. D.48.41, D.H.Comp.26.8, PTeb.296.14 (II d.C.)
en locuciones κατ' ἀκόλουθον en consecuencia Corn.ND 33, IG 22.1099.27 (II d.C.)
subst. ὁ ἀ., τὸ ἀ. la consecuencia, el resultado προστιθέναι τινὶ τἀκόλουθον Plb.7.11.11
mat. resultado de proposiciones anteriores, Papp.90.4, 352.3.
4 progresivo, paulatino ἀ. ἀνάβασις πρὸς τὰ ὑψελότερα τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.82.4.
5 subst. τὰ ἀκόλουθα enseres, objetos propios de c. dat. τὰ ἀκόλουθα ποίμνῃ D.47.52, cf. 13.28, τὰ περὶ τὴν στρατείαν D.S.1.94
abs., Hyp.Eux.25.
III adv. -ως
1 de acuerdo con, conforme a c. dat. ἀ. τοῖς νόμοις D.44.67, IG 22.682.46 (III a.C.), τῇ φύσει ζῆν Chrysipp.Stoic.3.4, cf. D.S.4.17, τοῖς λόγοις Plb.3.116.2, cf. 4.23.2, τεῖ [τ] οῦ βασιλέως αἱρέσει ID 1497bis.b.32 (II a.C.), τῇ χειρογραφίᾳ PSI 901.14 (I d.C.), cf. BGU 1588.6 (III d.C.), Stud.Pal.22.50.4 (III d.C.) PBouriant 19.32 (V/VI d.C.), τῇ ὑποτεταμένῃ γνώσει PMerton 125.3 (VI d.C.)
c. gen. τῶν διὰ τοῦ γραφείου σημαινομένων PAmst.41.101 (I a.C.)
coherentemente Metrod.17, Aristid.Or.2.110, Plot.4.3.20.
2 gram. analógicamente A.D.Synt.159.6.
3 a continuación σκοπῶμεν ἀ. S.E.M.7.46
en orden, Hom.Clem.15.9.
4 por consiguiente Corn.ND 11.

• Etimología: ᾰ- < *sm̥- c. disim. y raíz de κέλευθος ‘camino’, q.u.