τρομερός
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ά, όν,
A trembling, χεῖρες Hp.Acut. (Sp.) 23 (where Gal.15.827 prefers τρομώδης) ; βάσις E.Ph.304 (lyr.); γήρᾳ τ. γυῖα Id.HF231; prob. so in Sapph.Supp.10.4. 2 trembling for fear, quaking, E.Tr. 176 (anap.), al.; δεῖμα A.R.4.53. II fearful, μάστιξ E.Rh.36 (anap.), cf. PMag.Par.1.266,357, PMag.Leid.V.4.30.
Greek (Liddell-Scott)
τρομερός: -ά, -όν, ὁ τρέμων, τρ. γήρᾳ Εὐρ. Φοίν. 303, Ἡρ. Μαιν. 231. 2) τρέμων ἐκ φόβου, πεφοβημένος, Τρῳ. 176, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, φοβερός, φόβον καὶ τρόμον ἐμποιῶν, Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 36.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 tremblant ; particul. tremblant de crainte;
2 qui fait trembler, terrible.
Étymologie: τρόμος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρομερός,-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη»)
β) (για πρόσ.) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ ικανός, δεινός (α. «τρομερός ομιλητής» β. «τρομερός χαρτοπαίκτης»)
γ) (για πράγμ.) πολύ ισχυρός («τρομερός θόρυβος»)
2. φρ. «είναι τρομερό»
(ενν. πράγμα) είναι ανυπόφορο («είναι τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)
αρχ.
1. αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν», Ευρ.)
2. τρομαγμένος, περιδεής.
επίρρ...
τρομερά Ν
(καταχρ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («είναι τρομερά ζηλιάρης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + κατάλ. -ερός (πρβλ. ζοφ-ερός, φοβ-ερός)].