κακαλία
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A v.l. for κακκαλία 11 (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· νάρκισσος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1297] ἡ, eine Pflanze, die für tussilago, Huflattich, erkl. wird, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κακαλία: ἡ, φυτόν, ἴσως εἶναι τὸ Mercurialis, Διοσκ. 4. 123.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
sorte de plante (lat. tussilago).
Syn. λεοντική.
Greek Monolingual
κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].