μιξοβάρβαρος
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ον,
A halfbarbarian half Greek, E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d.
German (Pape)
[Seite 188] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοβάρβᾰρος: κατὰ τὸ ἥμισυ βάρβαρος καὶ κατὰ τὸ ἄλλο Ἕλλην, Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié barbare.
Étymologie: μίγνυμι, βάρβαρος.
Greek Monolingual
και μειξοβάρβαρος, -η, -ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, -ον, Α και μειξοβάρβαρος, -ον)
μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη
(για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε έθνος το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα
2. αυτός που χρησιμοποιεί γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + βάρβαρος.