ὁπλιτικός

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλῑτικός Medium diacritics: ὁπλιτικός Low diacritics: οπλιτικός Capitals: ΟΠΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hoplitikós Transliteration B: hoplitikos Transliteration C: oplitikos Beta Code: o(plitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a man-at-arms, μάχη Pl.R.374d ; αἱ ὁ. τάξεις X.HG3.4.16 ; ὅπλα ib.4.2.7.    2 ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of using heavy arms, the soldier' s art, Pl.R.333d ; so τὸ -κόν Id.La.182d ; also τὰ -κὰ ἐπιτηδεύειν profess the art of arms, ib.183c.    II of persons, heavy-armed, τὸ -κόν the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, opp. τὸ ἄνοπλον, Arist.Pol.1289b32, cf. Th.5.6, X.An.7.6.26 ; ἡ ὁ. δύναμις Arist.Pol.1321a18.

German (Pape)

[Seite 359] den Schwerbewaffneten betreffend; μάχη, Plat. Rep. II, 374 d; θώραξ, Ep. XIII, 363 a; τὸ ὁπλιτικόν, die schwerbewaffneten Truppen, Thuc. 5, 6; Xen. An. 7, 6, 26; Plat. u. A.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, den Dienst eines Schwerbewaffneten thun, Plat. Lach. 183 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁπλίτην, μάχη Πλάτ. Πολ. 374D· αἱ ὁπλ. τάξεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· ὅπλα αὐτόθι 4. 2. 7. 2) ἡ ὁπλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι βαρέα ὅπλα, ἡ τέχνη τοῦ ὁπλίτου, Πλάτ. Πολ. 333D· οὕτω, τὸ ὁπλιτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182D· ὡσαύτως, τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, αὐτόθι 183C· ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος πρὸς τὴν ἐν τῷ στρατῷ ὑπηρεσίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνοπλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1· ― τὸ ὁπλιτικὸν = οἱ ὁπλῖται, Θουκ. 5. 6, Ξεν. Ἀνέβ. 7. 6, 26· ἡ ὁπλ. δύναμις Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.
Étymologie: ὁπλίτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁπλιτικός, -ή, -όν) οπλίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική
η τέχνη του να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται βαριά όπλα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁπλιτικόν
α) η οπλιτική τέχνη
β) οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες
4. φρ. α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί κανείς την υπηρεσία τών οπλιτών
β) «ἡ ὁπλιτική δύναμις» — οι οπλίτες.