ἀποξυράω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
or ἀποξῠρ-έω,
A shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀποξυρέω.
Étymologie: ἀπό, ξυράω.
Spanish (DGE)
(ἀποξῠράω) uelἀποξῠρέω
rapar la cabeza c. ac. de pers. ὃς ἔμ' ἀπεξύρησε πρῶτον Ar.Th.1043, τῶν δούλων τὸν πιστότατον Hdt.5.35, cf. Aen.Tact.31.28, en v. pas. παίδων ἀπεξυρημένων D.C.58.19.2
•c. indic. de la parte en ac. o gen. αὐτὸν τὴν κεφαλήν Hp.Morb.2.12, τὸν ἑκατόνταρχον τῆς τε κεφαλῆς D.C.76.10.5, en v. pas., c. ac. de rel. αἰχμαλώτους ... τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένους Polyaen.7.35.1
•sólo c. ac. de lo que cae τὴν κόμην Luc.Sacr.15
•afeitar ταδί esta (barba) Ar.Th.215
•en v. med. afeitarse τὸ γένειον Plu.Oth.2; cf. ἀποξύρω.