ἀρτοκόπος

From LSJ
Revision as of 12:17, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοκόπος Medium diacritics: ἀρτοκόπος Low diacritics: αρτοκόπος Capitals: ΑΡΤΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: artokópos Transliteration B: artokopos Transliteration C: artokopos Beta Code: a)rtoko/pos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A baker, whether fem., Hdt.1.51; or masc., Id.9.82, Pl.Grg.518b (v.l. -ποιός), X.An.4.4.21 (v.l. -ποιός), HG7.1.38, IG3.1452, IGRom.4.1244. (Dissim. from ἀρτοπόπος, cf. Phryn.198, Hsch., Poll.7.21; cf. πέσσω.)

German (Pape)

[Seite 363] Brot backend, Bäcker, Her. 9, 82; Bäckerin, 1, 51; Plat. Gorg. 518 b; Phryn. verwirft die Form statt ἀρτοπόπος od. ἀρτοποιός, vgl. aber Poll. 7, 21. Bei Xen. An. 4, 4, 21 stehen ἀρτοκόποι u. οἰνοχόοι zusammen, wo man an Vorschneider denken könnte. Vgl. aber Xen. Hell. 7, 1, 26. S. auch Inscr. 1018.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοκόπος: ὁ, ἡ, ἀρτοποιός, Ἡρόδ. 9. 82, Πλάτ. Γοργ. 518Β, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, Ἑλλ. 7. 1, 38, Συλλ. Ἐπιγρ. 1018. 3, θηλ. Ἡρόδ. 1. 51. (Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως ἐκ τῆς √ΚΟΠ ὡς εἰ κυριολεκτικῶς ἐσήμαινεν ὁ κόπτων τὸν ἄρτον (πρβλ. τρισκοπάνιστος) εἶναι ἤδη γενικῶς ἐγκαταλελειμμένη. Κατὰ τὸν Φρύνιχον σ. 222 (ἔκδ. Lobeck) «ἀρτοκόπος, ἀδόκιμον· χρὴ δὲ ἀρτοπόπος ἢ ἀρτοποιὸς λέγειν». Τὸ ἀρτοπόπος βεβαίως εἶναι ἐκ τῆς √ΠΕΠ καὶ ὁ Κούρτιος παραδέχεται ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλὰ διατηρεῖ τὸν τύπον -κόπος ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ Λατ. coq-uo, ὡς ἐπίσης ἔχομεν popina = coquina, ἴδε Κουρτίου Ἑλλ. Ἐτυμ. ἀριθμ. 630). Ἴδε καὶ σημείωσιν W. G. Rutherford ἐν Νέῳ Φρυνίχῳ σ. 303.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui cuit le pain, boulanger, boulangère.
Étymologie: p. *ἀρτοπόπος, de ἄρτος et πέπτω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ, ἡ

• Alolema(s): ἀρτοπόπος Phryn.193, Lib.Or.31.12, Hsch., Poll.7.21
panadero, tahonero en principio como oficio al servicio de los reyes persas οἱ ἀρτόκοποι καὶ οἱ ὀψοποιοί Hdt.9.82, cf. X.An.4.4.21, HG 7.1.38, lidios τῆς ἀρτοκόπου τῆς Κροίσου εἰκών el retrato de la panadera de Creso Hdt.1.51, gener., Pl.Grg.518b, UPZ 7.6 (II a.C.), IG 22.12948 (I d.C.), IGR 4.1244.2, MAMA 3.170 (Corasio IV/V d.C.), PPetaus 48.7 (II d.C.), IEphesos 215.3, 6 (II/III d.C.), Gr.Shorthand Man.678 (III/IV d.C.), PBerl.Borkowski 8.10 (III/IV d.C.), Horap.1.50, POxy.1949.2 (V d.C.). • DMic.: a-to-po-qo.

• Etimología: Comp. de ἄρτος ‘pan’ y κόπος < *ποκο- (de la raíz *pek ‘cocer’), c. disim. de *k.