αὐθιγενής
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
ές,
A born on the spot, born in the country, native, Μοῦσα B.2.11; θεός Hdt.4.180; ἔθνος D.H.1.9, cf. Luc.Herm.24; αὐ. ποταμοὶ Σκυθικοί the Scythian rivers that rise in the country, Hdt.4.48; τὸ ὕδωρ . . αὐ. μὲν οὔκ ἐστι not from a natural spring, Id.2.149; δόκος E. Fr.472.5 (lyr.); οἶνος Anaxandr.41.71; αὐ. καὶ ἄκρατος ἀλλοτρίοις ἤθεσι βίος τῶν ἐνύδρων Plu.2.976a; αὐ. καὶ αὐτόχθων ἐλευθερία IG7.2713.38 (speech of Nero). 2 genuine, sincere, ἰάλεμος E.Rh. 895 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐθιγενής: Ἰων. αὐτιγενής, ές: -αὐτόχθων, ἰθαγενής, ἐπιχώριος, ἐντόπιος, Λατ. indigena, τῷ αὐτιγενεῖ θεῷ Ἡρόδ. 4. 180, πρβλ. Διο. Ἁλ. 1. 9· αὐτιγενεῖς ποταμοὶ Σκυθικοί, οἱ ἐκεῖ ἔχοντες τὰς πηγὰς αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 48· τὸ δὲ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ λίμνῃ αὐτογενὲς μὲν οὐκ ἔστι, δὲν πηγάζει ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 149· κυπάρισσος Εὐρ. Ἀποσπ. 475a· οἶνος Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 70· γνήσιος, εἰλικρινής, ἰάλεμος Εὐρ. Ρῆσ. 895· «αὐθιγενής. αὐτόχθων, γνήσιος, ἰθαγενής.» καὶ «αὐθιγενές· ἐγγενές, ἐπίγονον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né dans le lieu même : αὐτιγενὴς (ion.) θεός HDT dieu indigène ; ποταμὸς αὐθιγενής HDT fleuve qui a sa source dans le pays ; οὐκ αὐθιγενὲς ὕδωρ HDT eau qui ne vient pas d’une source naturelle.
Étymologie: αὖθι, γένος.
Spanish (DGE)
(αὐθῐγενής) -ές
1 nacido en el país, nativo, indígena Μοῦσα B.2.11, θεός (Atenea) Hdt.4.180, ἰάλεμος E.Rh.895, de pers. ἔθνος D.H.1.9, πολίται I.Ap.2.39, op. ξένος Luc.Herm.24
•particular. de cursos de agua que se alimenta de fuentes propias τὸ ὕδωρ ἐν τῇ λίμνῃ αὐ. μὲν οὐκ ἐστι Hdt.2.149, λίμνη αὐθιγενοῦς πλήρης νάματος D.H.1.15
•nacido en la región αὐθιγενέες Σκυθικοὶ ποταμοί Hdt.4.48, cf. Ph.2.515
•de productos οἶνος Anaxandr.41.71, δοκός E.Fr.472.5, δῶρα Rh.1.583.4.
2 de abstr. con las cualidades de un determinado lugar, local, de la tierra βίος ... αὐ. καὶ ἄκρατος ... διὰ τὸν τόπον Plu.2.976a, αὐ. καὶ αὐτόχθων ἐλευθερία IG 7.2713.38 (Acrefía I d.C.).
3 genuino, auténtico ἀρεταί Ph.1.148
•de un embarazo real frente a una mola, Erot.46.8.