τρίχαλος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχᾱλος Medium diacritics: τρίχαλος Low diacritics: τρίχαλος Capitals: ΤΡΙΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tríchalos Transliteration B: trichalos Transliteration C: trichalos Beta Code: tri/xalos

English (LSJ)

ον, Dor. for Τρίχηλος (cf. τριχήν),

   A cloven in three, κῦμα τ., = τρικυμία, A. Th.760 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1149] dor. statt τρίχηλος, dreifach gespalten, aus einander klaffend, κῦμα Aesch. Spt. 742.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχᾱλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τρίχηλος, κῦμα τρ. = τρικυμία, Αἰσχύλ. Θήβ. 760.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fendu en trois ; triple.
Étymologie: τρεῖς, χηλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει τρεις κορυφές («κῡμα τρίχαλον» — η τρικυμία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χαλος, δωρ. τ. του -χηλός (< χηλή /χαλά «νύχι, προεξοχή»), πρβλ. δί-χηλος / δί-χαλος].