ἐτνήρυσις

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτνήρῠσις Medium diacritics: ἐτνήρυσις Low diacritics: ετνήρυσις Capitals: ΕΤΝΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: etnḗrysis Transliteration B: etnērysis Transliteration C: etnirysis Beta Code: e)tnh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Ar.Ach.245, Fr.779.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen (ἀρύω), Ar. Ach. 245; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτνήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) κοχλιάριον δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ ἔτνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. ἐτνοδόνος καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sorte de cuiller.
Étymologie: ἔτνος, ἀρύω.

Greek Monolingual

ἐτνήρυσις, ἡ (Α)
κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το -η αντί ε- λόγω της συνθέσεως].