θύμαλλος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὁ, an unknown
A fish, Ael.NA14.22.
German (Pape)
[Seite 1222] ὁ, ein Fisch, Ael. N. A. 14, 22.
Greek (Liddell-Scott)
θύμαλλος: ὁ, ἄγνωστός τις ἰχθύς, Αἰλ. π. Ζ. 14. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson, pê l’ombre.
Étymologie: DELG ombre ; pê de θύμος, à cause du parfum de sa chair.
Greek Monolingual
ο (Α θύμαλλος)
γένος τελεόστεων ιχθύων τών γλυκών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον «θυμάρι» + επίθημα -αλλος. Η ονομασία του ψαριού, την οποία δανείστηκε και η λατ. (πρβλ. λατ. thymallus, από την οποία ιταλ. temolo), οφείλεται στην αρωματική του σάρκα].