κόλλυβος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλλῠβος Medium diacritics: κόλλυβος Low diacritics: κόλλυβος Capitals: ΚΟΛΛΥΒΟΣ
Transliteration A: kóllybos Transliteration B: kollybos Transliteration C: kollyvos Beta Code: ko/llubos

English (LSJ)

ὁ,

   A small coin, κολλύβου for a doit, Ar.Pax 1200, Eup.233, Call.Fr.85: masc. acc. to Phryn. 404, Hsch.:—but neut. κόλλῠβον, τό, Poll.9.72.    2 small gold weight, Thphr.Lap.46.    3 neut. pl. κόλλυβα, τά, small cakes (cf. κόλλαβος 11), Sch.Ar.Pl.768; cf. κόλλυβα· τρωγάλια, Hsch.    II κ., ὁ, rate of exchange, IG12(5).817 (pl., Tenos, ii B.C.), SIG672.32 (Delph., ii B.C.); agio, Cic.Verr.2.3.78.181, Att.12.6.1, PFay.56.7 (ii A.D.), etc. (Cf. Hebr. [hudot ]ālap 'change', 'exchange'.)

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, kleine Münze, Scheidemünze, λεπτὸν νομισμάτιον, Poll. 9, 72; nach Hesych. ὁ ἐν τῷ χαλκῷ κεχαραγμένος βοῦς, an κολοβός erinnernd; προτοῦ οὐδεὶς ἐπρίατ' ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου, νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν αὔτ' ἐμπολῶ Ar. Pax 1166; Sp. Bes. das Aufgeld oder Agio beim Verwechseln fremder Geldsorten in einheimische, VLL. – Bei Theophr. ein kleines Gewicht für Gold.

Greek (Liddell-Scott)

κόλλῠβος: ὁ, μικρὸν νόμισμα, κολλύβου ἀντὶ λεπτοῦ, «διὰ τίποτε», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1200, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 5, Καλλ. ἐν Ἀποσπ. 85· ― ἀρσεν. παρὰ Φρυνίχ. 440, Ἡσύχ.· οὐδέτ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 72. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, κόλλυβα, τά, μικρὰ στρογγύλα πλακούντια (ἴδε κόλλαβος ΙΙ), Ἀριστοφ. Πλ. 768· «κόλλυβα· τρωγάλια» Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ κέρδος, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τῇ ἀνταλλαγῇ τῶν νομισμάτων λαμβάνει ὁ ἀργυραμοιβὸς (κολλυβιστής), agio, Κικ. Verr. 3. 78, π. Ἀττ. 12, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2334. 4· καὶ ὁ Böckh διώρθωσεν: ἀκολλύβιστον, ἄνευ πληρωμῆς διὰ τὴν ἀνταλλαγήν, αὐτόθι 9. ΙΙΙ. μικρὸν βάρος χρυσοῦ, Θεοφρ. π. Λίθ. 46.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 petite pièce de monnaie;
2 petit poids.
Étymologie: DELG pê emprunt sémit.

Greek Monolingual

ο (Α κόλλυβος)
1. νόμισμα μικρής αξίας
2. το κέρδος του κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από ανταλλαγή νομίσματος
αρχ.
μικρό βάρος χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. hālap «συναλλαγή», hlp «ανταλλάσσω». Ο παράλληλος τ. κόλλυβον στον πληθ. έχει τη σημ. «μικρές στρογγυλές πίτες», πιθ. λόγω του σχήματός τους. Η σημ. αυτή επεκτάθηκε στη Νεοελληνική και σημαίνει μεταφορικά το βρασμένο σιτάρι που προσφέρουν στα μνημόσυνα. Τη λ., με τη σημ. αυτή, δανείστηκε η ρωσ., πρβλ. kόlivo. Τα ανθρωπωνύμια Κολλυβάς, Κολλυβίσκος είναι παρ. της λ. κόλλυβος.