μῆον
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ου, τό,
A bald money, spignel, Meum athamanticum, Dsc.1.3, Plin.HN20.253; μ. Κρητικόν Zopyr. ap. Gal.14.150, cf. μεῖον (C).
German (Pape)
[Seite 175] τό, ein doldentragendes Kraut, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μῆον: -ου, τό, φυτόν τι εὐῶδες, Meum Athamanticum, Διοσκ. 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte d’athamante, plante ombellifère.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
και μέον, το (Α μῆον και μεῑον)
βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό της οικογένειας τών σκιαδανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα mei- της λ. μείων ή, κατ' άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα mēi- «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»].