μουσοποιέω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
A write poetry, c. acc. cogn., νόμων οὓς Θαμύρας μ. S.Fr.245 (lyr.). II sing of, τινας Ar.Nu.334.
German (Pape)
[Seite 211] dichten; Soph. fr. 742 bei Plut. non posse 11; Ar. Nubh. 333.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοποιέω: μελοποιῶ, μετὰ συστοίχ. αἰτ., νόμους μ. Σοφ. Ἀποσπ. 747. ΙΙ. ὑμνῶ διὰ τῆς ποιήσεως, τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 334.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rédiger en vers;
2 chanter en vers.
Étymologie: μουσοποιός.
Greek Monotonic
μουσοποιέω: γράφω ποίηση, τραγουδώ, μελοποιώ, τινά, σε Αριστοφ.