Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιγάς

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγάς Medium diacritics: μιγάς Low diacritics: μιγάς Capitals: ΜΙΓΑΣ
Transliteration A: migás Transliteration B: migas Transliteration C: migas Beta Code: miga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ and ἡ,

   A mixed pell-mell, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ' ὁμοῦ E.Ba.18, cf. 1356; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες Isoc.4.24, etc.; πολλοὶ δ' ἔπιπτον μιγάδες E.Andr.1142: c. dat., Θρήϊξιν μιγάδες Σκύθαι A.R.4.320: as fem., μ. λοιβαί Id.3.1210.    2 = μιξοβάρβαρος, D.Chr.53.6.

German (Pape)

[Seite 182] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.

Greek (Liddell-Scott)

μῐγάς: -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, σύμμικτος, «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· μετὰ δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ λογάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
mêlé, mélangé, réuni pêle-mêle.
Étymologie: μίγνυμι.

Greek Monolingual

και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, -άδος, ὁ και ἡ)
αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῡ» Ευρ.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και ιδίως εκείνων με σαφώς διαφορετικό χρώμα του δέρματος
2. ζωοτ. ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους
3. μαθημ. αριθμός ο οποίος σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. μιγαδικός αριθμός
αρχ.
μιξοβάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + επίθημα -αδ-ς, άδος (πρβλ. κρεμ-άς, μαιν-άς), πρβλ. και μτχ. φυγ-άς].