ὀλοφυρμός
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
ὁ,
A lamentation, Ar.V.390, Th.3.67,7.71, Pl.Ax. 368b.
German (Pape)
[Seite 327] ὁ, das Wehklagen, Jammern, das Klagegeschrei; Ar. Vesp. 390; Thuc. 3, 67 u. öfter; plur. neben δάκρυα, Plat. Ax. 368 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρμός: -οῦ, ὁ, θρῆνος, ὀδυρμός, Ἀριστοφ. Σφ. 390, Θουκ. 3. 67., 7. 71, Πλάτ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lamentation.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
Greek Monolingual
ο (Α ὀλοφυρμός) ολοφύρομαι
γοερό κλάμα, γοερή κραυγή, σκούξιμο, οδυρμός, θρήνος.